Translate

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

A story about the house across from the little grove during the Civil War



 For Art journal journey


Art For fan Friday with Gillena 



Chica A phrase with 7 words/ Μια φράση με 7 λέξεις

real story about the house across from the little grove during the Civil War

Grandmother Eftychia, now in her nineties, stood in front of a pile of stones, dust, and fragments of wood. A heavy sigh escaped her lips. Once, here, at this very spot, there had been a house. Not just any house, but the house that had sheltered her dream.

It was during the years of the Civil War. The war had scattered fear everywhere, and her family, forced to abandon their village of Piperia, was searching for refuge in nearby Aridaia. The cart, loaded with their few belongings—a mattress, a blanket, a few kitchen utensils—moved slowly, weighed down by uncertainty.

Their mother (for there was no father) had found an old house, next to the first Primary School. It was in ruins, with a courtyard overgrown with wild grass. Little Eftychia, who at that time was a cheerful child, forgetting for a moment the fear she lived with every night during the war, felt a strange attraction to this house. The entrance smelled of “Kleisoura,” a scent that reminded her of her grandmother’s old wooden chests and the safety of their ancestral home.

As she walked into the courtyard, on the slippery ground she saw two or three abandoned toys and a piece of paper. A broken wooden horse and a rusty spinning top. But among them, what captured her heart was a small clay bird, with a tiny hole in its beak. It looked mute and useless, but it was so beautiful. She picked it up in her hands and felt an indescribable joy. She had found it there, in the abandoned yard, and felt that it belonged to her. Deep inside, she prayed they would stay in that house. It was the house of her dreams, like a child’s celebration.

Just as they began unloading the cart, a voice was heard behind them. It was Mrs. Irini, an old friend of her mother’s.
“Stop, don’t stay here, Domna,” she said anxiously.
“Every night there are battles in this area. The army and the partisans have turned it into a battlefield. It isn’t safe!”

Eftychia’s heart sank. Her mother, troubled, agreed.
“Mama, please, let’s stay here.”
“It isn’t safe, my child. We’ll find another place. Come now.”

They began loading their things back onto the cart, while Eftychia clutched the clay bird in her palm. They were forced to leave it behind, for her mother told her it would not be right to take something from a house that did not belong to them.

Eventually, they ended up in Avramidis’ house, far from the fighting. It was a good house, safe, but she never felt the same warmth there. Her dream—the clay bird and the house with the scent of Kleisoura—was left behind.

Now, Grandmother Eftychia looks at the heap of ruins. The scent is gone, the toys are gone—everything is gone. Only the memories remain, vivid and clear, reminding her of a childhood dream. The clay bird, she left behind, but its image stayed forever in her soul.

A true story, told by Grandmother Eftychia when she saw the house across from the little grove demolished.


Μια ιστορία για το σπίτι απέναντι από το δασάκι στον εμφύλιο

Η γιαγιά Ευτυχία, στα ενενήντα της χρόνια πια, στεκόταν μπροστά σε έναν σωρό από πέτρες, σκόνη και κομμάτια ξύλων. Ένας βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. Κάποτε, εδώ, σε αυτό το σημείο, υπήρχε ένα σπίτι. Όχι ένα οποιοδήποτε σπίτι, αλλά το σπίτι που είχε φιλοξενήσει το όνειρό της.

Ήταν στα χρόνια του Εμφυλίου. Ο πόλεμος είχε σκορπίσει τον φόβο και η οικογένειά της, αναγκασμένη να εγκαταλείψει το χωριό της την Πιπεριά, έψαχνε καταφύγιο στην κοντινή Αριδαία. Το κάρο, γεμάτο με τα λιγοστά τους υπάρχοντα –ένα στρώμα, μια κουβέρτα, μερικά κουζινικά– τραβούσε αργά, βαριά από την αβεβαιότητα.

Η μητέρα τους (γιατί πατέρας δεν υπήρχε) είχε βρει ένα παλιό σπίτι, δίπλα στο πρώτο Δημοτικό Σχολείο. Ήταν ερειπωμένο, με την αυλή του γεμάτη αγριόχορτα. Η μικρή Ευτυχία, που τότε ήταν ένα χαρούμενο παιδί, ξεχνώντας το φόβο που ζούσε κάθε βράδυ με τον πόλεμο, ένιωσε μια περίεργη έλξη γι αυτό το σπίτι. Η είσοδος μύριζε Κλεισούρα, μια μυρωδιά που της θύμιζε τα παλιά, ξύλινα σεντούκια της γιαγιάς της και την ασφάλεια του πατρικού τους.

Καθώς περπατούσε στην αυλή, στο ολισθηρό πάτωμα είδε δυο-τρία παρατημένα παιχνίδια και ένα κομμάτι χαρτί. Ένα σπασμένο ξύλινο αλογάκι και μια σκουριασμένη σβούρα. Μα ανάμεσά τους, έκλεψε την καρδιά της ένα πήλινο πουλάκι, με μια μικρή τρύπα στο ράμφος του. Έμοιαζε βουβό και άχρηστο, αλλά ήταν τόσο όμορφο. Το πήρε στα χέρια της και ένιωσε μια απερίγραπτη χαρά. Το βρήκε εκεί στην παρατημένη αυλή και ένιωθε ότι της ανήκε. Μέσα της, παρακαλούσε να μείνουν σε αυτό το σπίτι. Ήταν το σπίτι των ονείρων της, σαν παιδική γιορτή.

Μόλις άρχισαν να ξεφορτώνουν το κάρο, μια φωνή ακούστηκε πίσω τους. Ήταν η κυρία Ειρήνη, μια παλιά φίλη της μητέρας της.

«Σταματήστε, μην μείνετε εδώ Δόμνα μου», τους είπε με αγωνία.

«Σε αυτήν την περιοχή γίνονται μάχες κάθε βράδυ. Ο στρατός και οι αντάρτες το έχουν κάνει πεδίο μάχης. Δεν είναι ασφαλές!».

Η καρδιά της Ευτυχίας βούλιαξε. Η μητέρα της, προβληματισμένη, συμφώνησε.

«Μαμά ας μείνουμε εδώ σε παρακαλώ»

«Δεν είναι ασφαλές, θα βρούμε άλλο, έλα».

Άρχισαν να φορτώνουν ξανά τα πράγματα στο κάρο, ενώ η Ευτυχία έσφιγγε το πήλινο πουλάκι στην παλάμη της. Αναγκάστηκαν να το αφήσουν πίσω, γιατί η μητέρα της τής είπε ότι δεν θα ήταν σωστό να το πάρουν από ένα σπίτι που δεν τους ανήκε.

Τελικά, κατέληξαν στο σπίτι του Αβραμίδη, μακριά από τις μάχες. Ήταν ένα καλό σπίτι, ασφαλές, αλλά ποτέ δεν ένιωσε εκεί την ίδια ζεστασιά. Το όνειρό της, το πήλινο πουλάκι και το σπίτι με τη μυρωδιά της Κλεισούρας, έμειναν πίσω.

Τώρα, η γιαγιά Ευτυχία κοιτάζει τον σωρό των ερειπίων. Δεν υπάρχει πια η μυρωδιά, δεν υπάρχουν τα παιχνίδια, δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο οι αναμνήσεις, ζωντανές και καθαρές, που της θυμίζουν ένα παιδικό όνειρο. Το πήλινο πουλάκι, το άφησε πίσω, αλλά η εικόνα του έμεινε για πάντα στην ψυχή της.

Μια πραγματική ιστορία ειπωμένη από τη γιαγιά Ευτυχία όταν είδε το σπίτι απέναντι από το δασάκι γκρεμισμένο!

 FFF with Nicole

©Katerina

2 σχόλια:

  1. So schreibt das Leben die tiefe Furchen in der Seele bleiben und die Erinnung an diesem schönen KInderort der nicht mehr da ist.
    Danke für diese Geschichte und dazu das wundervolle Kunstarbeit!
    Lieben Gruss Elke

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Vielen Dank an Elke für ihre lieben und ermutigenden Worte🧡!
      Es ist eine wahre Geschichte, die ich von der Mutter meines Mannes gehört habe, und ich wollte sie unbedingt aufschreiben!
      Ich wünsche dir einen wunderschönen Tag!

      Διαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Ευχαριστούμε για την επίσκεψη ❤️

Ευχαριστούμε για το χρόνο που αφιερώσατε να αφήσετε ένα μήνυμα! Μας αρέσει να διαβάζουμε τα σχόλιά σας. Θα προσπαθούμε πάντα να ανταποδίδουμε την επίσκεψή σας. Όλες οι εικόνες καθώς και οι αφηγήσεις έχουν πνευματικά δικαιώματα που ανήκουν στον δημιουργό και προστατεύονται από διεθνείς και εθνικούς νόμους. Αν αναγνωρίσετε τον εαυτό σας σε κάποια φωτογραφία και δε θέλετε παρακαλούμε ενημερώστε μας να την κατεβάσουμε. Για οτιδήποτε θέλετε να αναπαραγάγετε μπορείτε να επικοινωνήσετε.

Χώρες

Flag Counter