Handmade Christmas card!
A piece of thread, a few beads, a piece of ribbon, a piece of cardboard!!
Κάρτα φτιαγμένη από ανακυκλώσιμα υλικά!
Ένα κομμάτι κλωστής, λίγες χάντρες, ένα κομμάτι κορδέλας, ένα κομμάτι χαρτόνι!!
Ένα blog με ιστορίες, παραμύθια, φωτογραφίες, εικόνες. Γράφω για εκείνα που δεν λέγονται εύκολα, αλλά αξίζει να ειπωθούν. Αν αγαπάς τις ιστορίες, τη λογοτεχνία, την εικόνα και την αλήθεια, είσαι στο σωστό μέρος. A blog full of stories, fairy tales, photographs, images. I write about the thoughts that unite us, about those that are not easy to say, but deserve to be said. If you love stories, literature, images and truth, you are in the right place.
A piece of thread, a few beads, a piece of ribbon, a piece of cardboard!!
Κάρτα φτιαγμένη από ανακυκλώσιμα υλικά!
Ένα κομμάτι κλωστής, λίγες χάντρες, ένα κομμάτι κορδέλας, ένα κομμάτι χαρτόνι!!

Thank you so much for your support and comments—they've made this journey so beautiful! I'll try to return soon with new stories, photos, and inspiration.
In the meantime, I wish you a wonderful autumn, and I'll do my best to stay connected with your own adventures!!You can find me here (photography blog), or here (blog with stories, traditions, and images from my homeland)
Με βαριά καρδιά σας ενημερώνω ότι θα απουσιάσω από το μπλογκ για αρκετό καιρό. Η καθημερινότητα έχει γίνει αρκετά απαιτητική και ο χρόνος μου περιορίζεται δραστικά, οπότε δεν μπορώ να συνεχίσω με την ίδια συχνότητα τις αναρτήσεις και σε τρία μπλογκ.
Σας ευχαριστώ θερμά για την υποστήριξη και τα σχόλιά σας – έχουν κάνει αυτό το ταξίδι τόσο όμορφο! Θα προσπαθήσω να επιστρέψω σύντομα με νέες ιστορίες, φωτογραφίες και έμπνευση. Μέχρι τότε, σας εύχομαι καλό φθινόπωρο και θα προσπαθήσω να μείνω συνδεδεμένη με τις δικές σας περιπέτειες!! Μπορείτε να με βρείτε εδώ (μπλογκ με φωτογραφίες), ή εδώ (μπλογκ με ιστορίες, έθιμα και εικόνες από τον τόπο μου)
©Katerina
Η αλλαγή εποχής σιγά σιγά και η επιστροφή στο σχολείο φέρνουν μια γλυκιά μελαγχολία. Νέες προκλήσεις και ευκαιρίες έρχονται να αντικαταστήσουν την ανεμελιά των διακοπών και του καλοκαιριού. Η ψυχολογική προετοιμασία των παιδιών αλλά και των γονέων είναι εξίσου σημαντική με την πρακτική οργάνωση.
7 Τιπς για καλύτερη μετάβαση:
Αποδοχή της αλλαγής
Αναγνώριση ότι η μετάβαση από το καλοκαίρι στο φθινόπωρο και το σχολείο
μπορεί να φέρει άγχος ή ανησυχία. Είναι φυσιολογικό να νιώθουμε άγχος ή
ανησυχία για το νέο ξεκίνημα. Το πρώτο βήμα είναι να αποδεχτούμε αυτά τα
συναισθήματα και να τα αντιμετωπίσουμε με κατανόηση. Μια θετική στάση απέναντι
στην αλλαγή μπορεί να κάνει τη διαφορά, βοηθώντας μας να δούμε το φθινόπωρο ως
μια ευκαιρία για νέες εμπειρίες και μάθηση.
Δημιουργία ρουτίνας
Η σημασία της σταθερής καθημερινής ρουτίνας για παιδιά και γονείς. Η
σταθερή καθημερινή ρουτίνα είναι απαραίτητη για να νιώθουν τα παιδιά ασφάλεια
και σιγουριά. Ξεκινήστε σταδιακά να προσαρμόζετε το πρόγραμμα ύπνου και
ξυπνήματος ώστε να ταιριάζει με το σχολικό ωράριο. Οργανώστε τα γεύματα και τις
δραστηριότητες έτσι ώστε να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στη μελέτη και την
ξεκούραση. Η ρουτίνα βοηθά να μειωθεί το άγχος και να αυξηθεί η συγκέντρωση.
Ενίσχυση της επικοινωνίας
Συζήτηση με τα παιδιά για τις ανησυχίες και τις προσδοκίες τους. Η ανοιχτή
και ειλικρινής επικοινωνία με τα παιδιά είναι κλειδί για να κατανοήσουμε τις
ανησυχίες και τις προσδοκίες τους. Ενθαρρύνετε τα να εκφράζουν τα συναισθήματά
τους και να μιλούν για ό,τι τα απασχολεί. Ακούστε με προσοχή και δείξτε
κατανόηση, ώστε να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι σε αυτή τη μετάβαση.
Φροντίδα της ψυχικής υγείας
Δημιουργία θετικών προσδοκιών
Προετοιμασία του σπιτιού
Η προετοιμασία του σπιτιού έτσι ώστε να γίνει ένας ασφαλής, ευχάριστος ελκυστικός
χώρος για να περνάει η οικογένεια
περισσότερες ώρες εκεί. Ξεκαθάρισμα στις ντουλάπες και ανακύκλωση (μπορούμε να χαρίσουμε ή να τα πουλήσουμε στο Vinted) ότι δεν
έχουμε φορέσει για τουλάχιστον δύο χρονιές, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα το
ξαναφορέσουμε! Με υποστήριξη και οργάνωση, το φθινόπωρο και το άνοιγμα των σχολείων μπορούν
να γίνουν μια θετική εμπειρία για όλη την οικογένεια.
©Katerina
7 Quotes About Travel
Travel –
experiences engraved in the soul, lessons that can also be found in select
books, and moments that become lifelong memories.
· “Traveling – it leaves you speechless, then turns you into a storyteller.” – Ibn Battuta
·
“We don’t travel
to escape life, but so life doesn’t escape us.” – Anonymous
·
“The world is a
book, and those who do not travel read only one page.” – Saint Augustine
·
“The best
journeys are not found on maps, but in the heart.” – Anonymous
·
“It’s not the
destination that matters, but the journey itself.” – Kavafis (paraphrase
from Ithaca)
·
“In every place
you visit, you leave a piece of yourself and take with you a new self.” –
Anonymous
·
“The moments
that stay with us are not just the places we’ve seen, but the people we’ve
shared them with.” – Anonymous
Every
trip, big or small, carries its own magic. Even if we cannot reach faraway
destinations, we can always travel with our mind and heart.
And sometimes, those are the most beautiful journeys of all.
For me, even blogging is a journey!
7 Αποφθέγματα
για τα Ταξίδια
Τα ταξίδια, εμπειρίες που χαράζονται στην ψυχή
, μαθήματα που μαθαίνονται ακόμη και από κάποια εκλεκτά βιβλία, στιγμές που γίνονται αναμνήσεις ζωής.
Παρακάτω συγκέντρωσα 7 αποφθέγματα για τα ταξίδια που μπορεί να χαρίσουν
έμπνευση και μια μικρή παρότρυνση να ονειρευτείς την επόμενη απόδραση:
Κάθε ταξίδι, μικρό ή μεγάλο, έχει τη δική του μαγεία. Ακόμα κι αν δεν μπορούμε να βρεθούμε σε μακρινούς προορισμούς, μπορούμε πάντα να ταξιδεύουμε με το νου και την καρδιά.
Και μερικές φορές, αυτά είναι τα πιο όμορφα ταξίδια.
Για εμένα ακόμη και το Bloging είναι ένα ταξίδι!
©Katerina

Art For fan Friday with Gillena 
Grandmother Eftychia, now in her nineties, stood in front of a pile of stones, dust, and fragments of wood. A heavy sigh escaped her lips. Once, here, at this very spot, there had been a house. Not just any house, but the house that had sheltered her dream.
It was during the years of the Civil War. The war had scattered fear everywhere, and her family, forced to abandon their village of Piperia, was searching for refuge in nearby Aridaia. The cart, loaded with their few belongings—a mattress, a blanket, a few kitchen utensils—moved slowly, weighed down by uncertainty.
Their mother (for there was no father) had found an old house, next to the first Primary School. It was in ruins, with a courtyard overgrown with wild grass. Little Eftychia, who at that time was a cheerful child, forgetting for a moment the fear she lived with every night during the war, felt a strange attraction to this house. The entrance smelled of “Kleisoura,” a scent that reminded her of her grandmother’s old wooden chests and the safety of their ancestral home.
As she walked into the courtyard, on the slippery ground she saw two or three abandoned toys and a piece of paper. A broken wooden horse and a rusty spinning top. But among them, what captured her heart was a small clay bird, with a tiny hole in its beak. It looked mute and useless, but it was so beautiful. She picked it up in her hands and felt an indescribable joy. She had found it there, in the abandoned yard, and felt that it belonged to her. Deep inside, she prayed they would stay in that house. It was the house of her dreams, like a child’s celebration.
Just as they began unloading the cart, a voice was heard
behind them. It was Mrs. Irini, an old friend of her mother’s.
“Stop, don’t stay here, Domna,” she said anxiously.
“Every night there are battles in this area. The army and the partisans have
turned it into a battlefield. It isn’t safe!”
Eftychia’s heart sank. Her mother, troubled, agreed.
“Mama, please, let’s stay here.”
“It isn’t safe, my child. We’ll find another place. Come now.”
They began loading their things back onto the cart, while Eftychia clutched the clay bird in her palm. They were forced to leave it behind, for her mother told her it would not be right to take something from a house that did not belong to them.
Eventually, they ended up in Avramidis’ house, far from the fighting. It was a good house, safe, but she never felt the same warmth there. Her dream—the clay bird and the house with the scent of Kleisoura—was left behind.
Now, Grandmother Eftychia looks at the heap of ruins. The scent is gone, the toys are gone—everything is gone. Only the memories remain, vivid and clear, reminding her of a childhood dream. The clay bird, she left behind, but its image stayed forever in her soul.
A true story, told by Grandmother Eftychia when she saw the house across from the little grove demolished.Η γιαγιά Ευτυχία,
στα ενενήντα της χρόνια πια, στεκόταν μπροστά σε έναν σωρό από πέτρες, σκόνη
και κομμάτια ξύλων. Ένας βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. Κάποτε,
εδώ, σε αυτό το σημείο, υπήρχε ένα σπίτι. Όχι ένα οποιοδήποτε σπίτι, αλλά το
σπίτι που είχε φιλοξενήσει το όνειρό της.
Ήταν στα χρόνια
του Εμφυλίου. Ο πόλεμος είχε σκορπίσει τον φόβο και η οικογένειά της,
αναγκασμένη να εγκαταλείψει το χωριό της την Πιπεριά, έψαχνε καταφύγιο στην
κοντινή Αριδαία. Το κάρο, γεμάτο με τα λιγοστά τους υπάρχοντα –ένα στρώμα, μια
κουβέρτα, μερικά κουζινικά– τραβούσε αργά, βαριά από την αβεβαιότητα.
Η μητέρα τους
(γιατί πατέρας δεν υπήρχε) είχε βρει ένα παλιό σπίτι, δίπλα στο Πρώτο ΔημοτικόΣχολείο. Ήταν ερειπωμένο, με την αυλή του γεμάτη αγριόχορτα. Η μικρή Ευτυχία,
που τότε ήταν ένα χαρούμενο παιδί, ξεχνώντας το φόβο που ζούσε κάθε βράδυ με
τον πόλεμο, ένιωσε μια περίεργη έλξη γι' αυτό το σπίτι. Η είσοδος μύριζε
Κλεισούρα, μια μυρωδιά που της θύμιζε τα παλιά, ξύλινα σεντούκια της γιαγιάς
της και την ασφάλεια του πατρικού τους.
Καθώς περπατούσε
στην αυλή, στο ολισθηρό πάτωμα είδε δυο-τρία παρατημένα παιχνίδια και ένα
κομμάτι χαρτί. Ένα σπασμένο ξύλινο αλογάκι και μια σκουριασμένη σβούρα. Μα
ανάμεσά τους, έκλεψε την καρδιά της ένα πήλινο πουλάκι, με μια μικρή τρύπα στο
ράμφος του. Έμοιαζε βουβό και άχρηστο, αλλά ήταν τόσο όμορφο. Το πήρε στα χέρια
της και ένιωσε μια απερίγραπτη χαρά. Το βρήκε εκεί στην παρατημένη αυλή και
ένιωθε ότι της ανήκε. Μέσα της, παρακαλούσε να μείνουν σε αυτό το σπίτι. Ήταν
το σπίτι των ονείρων της, σαν παιδική γιορτή.
Μόλις άρχισαν να
ξεφορτώνουν το κάρο, μια φωνή ακούστηκε πίσω τους. Ήταν η κυρία Ειρήνη, μια
παλιά φίλη της μητέρας της.
«Σταματήστε, μην
μείνετε εδώ Δόμνα μου», τους είπε με αγωνία.
«Σε αυτήν την
περιοχή γίνονται μάχες κάθε βράδυ. Ο στρατός και οι αντάρτες το έχουν κάνει
πεδίο μάχης. Δεν είναι ασφαλές!».
Η καρδιά της
Ευτυχίας βούλιαξε. Η μητέρα της, προβληματισμένη, συμφώνησε.
«Μαμά ας μείνουμε
εδώ σε παρακαλώ»
«Δεν είναι
ασφαλές, θα βρούμε άλλο, έλα».
Άρχισαν να φορτώνουν
ξανά τα πράγματα στο κάρο, ενώ η Ευτυχία έσφιγγε το πήλινο πουλάκι στην παλάμη
της. Αναγκάστηκαν να το αφήσουν πίσω, γιατί η μητέρα της τής είπε ότι δεν θα
ήταν σωστό να το πάρουν από ένα σπίτι που δεν τους ανήκε.
Τελικά, κατέληξαν
στο σπίτι του Αβραμίδη, μακριά από τις μάχες. Ήταν ένα καλό σπίτι, ασφαλές,
αλλά ποτέ δεν ένιωσε εκεί την ίδια ζεστασιά. Το όνειρό της, το πήλινο πουλάκι
και το σπίτι με τη μυρωδιά της Κλεισούρας, έμειναν πίσω.
Τώρα, η γιαγιά
Ευτυχία κοιτάζει τον σωρό των ερειπίων. Δεν υπάρχει πια η μυρωδιά, δεν υπάρχουν
τα παιχνίδια, δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο οι αναμνήσεις, ζωντανές και καθαρές, που
της θυμίζουν ένα παιδικό όνειρο. Το πήλινο πουλάκι, το άφησε πίσω, αλλά η
εικόνα του έμεινε για πάντα στην ψυχή της.
Μια πραγματική
ιστορία ειπωμένη από τη γιαγιά Ευτυχία όταν είδε το σπίτι απέναντι από το
δασάκι γκρεμισμένο!
FFF 22/8 with Nicole
©Katerina
Art For fan Friday with Gillena 
Chica A phrase with 7 words/ Μια φράση με 7 λέξεις
The mind goes very far with writing!
Ο νους πηγαίνει
μακριά με τη γραφή!
In a neighbourhood of Athens, the Anafiotika, right beneath the Acropolis, where the heatwave made the urban concrete exude warm air, Elli, a dark-haired sixty-year-old with a sensitive heart, lived in a small house with a whitewashed yard and pots of aromatic flowers in white tin cans. On a small makeshift bench, she read the newspaper (she always loved the feel of paper) on the windowsill, where she had small vases with herbs, and the air was filled with the scent of basil, oregano, and mint.
At some point, she lifted her eyes from the newspaper and looked at Athens, a chaos of concrete, with the city's lungs shrinking more and more. Something had to be done; the city couldn't breathe. She decided to take action, to inform her neighbors, to encourage the young people to create gardens even on balconies! She would establish an NGO.
She went to the university and spoke to an old professor friend about her idea, who gave her a platform to communicate her vision to the students. They were excited and filled the city's radios with slogans from their campaign. Their slogan was "More green for a more human city."
They would start from her neighborhood, where there were empty spaces, and fill them with flowers and plants. The vacant squares of the neighborhood became filled with greenery and blooms. Her little yard, full of beautiful cats, became a base for planting greenery and ideas. The small gardens, a spectrum of hope, reminded her that together they could make a difference and that she was not alone in this world! Her home became a hub for discussions and collectives, uniting people with cats and nature in the urban landscape.
Moral: Sensitivity, like summer rain, waters and blooms what others consider to be stone.
Σε μια γειτονιά της
Αθήνας, τα Αναφιώτικα, κάτω ακριβώς από
την ακρόπολη, όπου ο καύσωνας έκανε τον αστικό τσιμεντένιο να αποπνέει θερμό αέρα, η Έλλη, μια μελαχρινή εξηντάρα με ευαίσθητη καρδιά ζούσε σε ένα
μικρό σπιτάκι με ασβεστωμένη αυλή και γλάστρες με αρωματικά λουλούδια σε
λευκούς τενεκέδες. Σε ένα μικρό αυτοσχέδιο παγκάκι, στο πεζούλι διάβαζε
εφημερίδα (πάντα της άρεσε η αίσθηση του χαρτιού) στο πεζούλι του παραθύρου
είχε μικρά βάζα με αρωματικά και ο αέρας
γέμιζε με τη μυρωδιά του βασιλικού της ρίγανης και της μέντας. Κάποια στιγμή
σήκωσε τα μάτια της από την εφημερίδα και κοίταξε την Αθήνα ένα χάος από
τσιμέντο, οι πνεύμονες της πόλης όλο και μικραίνουν. Κάτι πρέπει να γίνει, η
πόλη δεν αναπνέει. Αποφάσισε να κάνει κάτι, να ενημερώσει πρώτα τους γείτονες,
να ενθαρρύνει τους νέους για τη δημιουργία κήπων ακόμη και στα μπαλκόνια!! Θα
ιδρύσει μια Μ.Κ.Ο.
Πήγε στο
Πανεπιστήμιο, μίλησε σε έναν παλιό φίλο καθηγητή για την ιδέα του, της έδωσε
βήμα να επικοινωνήσει την ιδέα του στους φοιτητές, εκείνοι ενθουσιάστηκαν,
γέμισαν τα ραδιόφωνα της πόλης με σλόγκαν με την καμπάνια τους . Το σλόγκαν τους «Περισσότερο
πράσινο για μια περισσότερο ανθρώπινη πόλη».
Θα ξεκινούσαν από τη γειτονιά της, όπου υπήρχε κενό και θα το γέμιζαν λουλούδια και φυτά. Τα κενά τετράγωνα της γειτονιάς γέμισαν με πράσινο και λουλούδια.
Η μικρή αυλίτσα της,
γεμάτη πανέμορφες γάτες έγινε ορμητήριο για το φύτεμα πράσινου και ιδεών. Οι
μικροί κήποι, ένα φάσμα ελπίδας, της θύμιζαν
ότι όλοι μαζί μπορούμε και ότι δεν είναι μόνη της σ’ αυτό τον κόσμο!! Το σπίτι της
έγινε στέγη για συζητήσεις και συλλογικότητες, ένωνε τους ανθρώπους με τις γάτες
και τη φύση στο αστικό τοπίο.
Ηθικό δίδαγμα: Η ευαισθησία, σαν καλοκαιρινή βροχή, ποτίζει και ανθίζει ό,τι οι άλλοι θεωρούν πετρωμένο.
©Katerina
Οι κύκνοι διασκεδάζουν με παιχνίδια στο νερό.
The Swans are having fun with water games.
The Celebration
In the quiet neighborhood of Oakshade, seventy-two-year-old Eleanor was trying
to balance her groceries on the slippery sidewalk, her hands trembling. Today
was her granddaughter’s birthday; she had prepared a delicious meal, with the
whole family gathered. She had spent days cooking, baking sweets, and folding
delicate paper cranes — one for each year of Maggie’s life — hoping to hang
them up as a surprise.
— “Mom, I’m so sorry… Maggie’s volleyball tournament ran late, and we’re too
tired. We’ll come by next weekend,” said her daughter, her voice full of false
promises.
— “I told Mom that tournaments can wait.”
— “Aren’t your parents looking for you?”
— “I told them to find me here. You taught me that family can’t wait.”
But as she climbed the porch steps, the phone rang.
Eleanor sighed, trying to summon whatever optimism she had left, and not let the tears fall. From the window, the unused cranes hung still.
Then, the door knocked. Maggie stood there, cheeks flushed from the cold.
Eleanor’s gaze turned to the stack of origami. One crane fluttered in the breeze, clinging to hope.
Όμως,
καθώς ανέβαινε τα σκαλιά της βεράντας, χτύπησε το τηλέφωνο.
— «Μαμά, λυπάμαι πολύ… το τουρνουά βόλεϊ της Μάγκι άργησε, είμαστε πολύ
κουρασμένοι. Θα περάσουμε το επόμενο Σαββατοκύριακο», είπε η κόρη της, με μια
φωνή γεμάτη ψεύτικες υποσχέσεις.
Η
Έλενορ αναστέναξε, προσπαθώντας να συγκεντρώσει όση αισιοδοξία της απέμενε και
να μην αφήσει τα δάκρυα να κυλήσουν. Από το παράθυρο, οι αχρησιμοποίητοι
γερανοί έμεναν ακίνητοι.
Τότε,
η πόρτα χτύπησε. Η Μάγκι στεκόταν εκεί, κατακόκκινη από το κρύο.
— «Είπα στη μαμά ότι τα τουρνουά μπορούν να περιμένουν.»
-«Μήπως σε ψάχνουν οι γονείς σου;»
-«Τους είπα να με βρουν εδώ. Εσύ
μου έμαθες ότι η οικογένεια δεν μπορεί να περιμένει».
Η Έλενορ γύρισε το βλέμμα της προς τη στοίβα με τα οριγκάμι, ένας γερανός φτερούγισε στο αεράκι, γαντζωμένος στην ελπίδα.