Sunday Selection 785
Από τη CarlotteΠροσπάθησα να γράψω μια ιστορία με τις λέξεις της προτροπής επενδύοντάς την με Κυριακάτικες επιλογές εικόνων.
I tried to write a story with the words of the exhortation by investing it with Sunday Picture Selections.
Στο μικρό χωριό του Αντώνη, ανάμεσα στα καταπράσινα δέντρα και τα πέτρινα σπίτια, υπάρχει ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο
κτίριο. Το κτίριο αυτό αποτελεί
ένα μυστήριο για τους κατοίκους του χωριού. Οι μεγαλύτεροι ήξεραν την ιστορία
του δε μιλούσαν γι' αυτό το απέφευγαν, φοβούμενοι τους παράξενους ήχους, τις νυχτερίδες
και το παρελθόν.
Ο Αντώνης όμως, από τη φύση του τύπος ερευνητικός, δεν ήταν σαν τους άλλους. Καιρό τώρα τον γοήτευε το μυστήριο του παλιού κτιρίου. Μια νύχτα, παρόλο που είχε ακούσει τόσους θρύλους γι αυτό, αποφάσισε να το εξερευνήσει, πήρε μαζί του φωτογραφική μηχανή, φακό και σκοινί . Κανένας από τους φίλους του δεν ήθελε να τον ακολουθήσει, την άλλη μέρα θα τους έδειχνε φωτογραφίες από το εσωτερικό του κτιρίου.
Η περιέργεια τον είχε κυριεύσει, όταν έφτασε ένας μανδύας ομίχλης και υγρασίας είχαν περιβάλει το κτίριο. Δε τον φόβισε το μεσαιωνικό θέαμα και μέσα από μια μικρή τρύπα της βλάστησης, στον πιο φθαρμένο τοίχο, σύρθηκε και βρέθηκε στο κέντρο του κτιρίου. Άναψε τον φακό και κοίταξε γύρω του, οι τοίχοι έμοιαζαν απειλητικοί, στην άκρη του δωματίου υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο σεντούκι και πάνω του ένα κιτρινισμένο τούλι, έμοιαζε με ουρά νυφικού.
Μπροστά το σεντούκι είχε μια μεταλλική κλειδαριά που όσο και αν προσπαθούσε δεν κατάφερε να την ανοίξει. Από το μέτωπό του έπεφταν σταγόνες ιδρώτα και στα αυτιά του ήχησε ένας μεταλλικός θόρυβος. Τρομαγμένος πετάχτηκε από τη θέση του, μια νυχτερίδα τον ακούμπησε με το μικρό της φτερό, κοίταξε προς τα πάνω και είδε πλήθος από αυτές να κρέμονται. Μπροστά του σαν μια ψευδαίσθηση μια γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα λευκά, αισθάνθηκε να τον λούζει κρύος ιδρώτας και να παραλύει από τον τρόμο. Τα μάτια της ήταν γεμάτα θλίψη και απελπισία. Αργά, τέντωσε το χέρι της και άγγιξε το μάγουλο του Αντώνη. Αμέσως μετά, εξαφανίστηκε σαν ένα φάντασμα. Δεν κατάλαβε πως κατάφερε να φτάσει στο μικρό άνοιγμα του τοίχου, με άτσαλες κινήσεις και αφού έκανε μαύρο το λινό του πουκάμισο κατάφερε να βγει έξω. Πήγε τρέχοντας στο σπίτι, από τον τρόμο του ξέχασε να βγάλει φωτογραφίες τότε αποφάσισε να μη πει στους φίλους του ότι πήγε.
Την άλλη μέρα παρακάλεσε τον παππού του να του μιλήσει για το κτίριο,
εκείνος τότε του είπε πως ήταν σταθμός τρένων που κουβαλούσε πολεμοφόδια τραυματίες
και αιχμαλώτους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλοί νέοι άνθρωποι ξεψύχησαν εκεί,
οι δικοί τους έρχονται κατά καιρούς να αποτίσουν φόρο τιμής. Τότε ακούγαμε
διάφορα για τους νεαρούς που σκοτώθηκαν .
Μια προσπάθεια μετάφρασης της ιστορίας στα Αγγλικά/An attempt to translate the story into English
The Secret of the Old Station
In the small village of Antonis, nestled among lush green trees and stone houses, there stood an old, abandoned building. This structure was a mystery to the villagers. The older generation knew its history but never spoke of it, avoiding the place out of fear of strange noises, bats, and the past.
Antonis, however, being naturally inquisitive, was not like the others. For a long time, he had been fascinated by the mystery of the old building. One night, despite hearing countless legends about it, he decided to explore it, armed with a camera, flashlight, and a rope. None of his friends wanted to join him; he would show them photos of the interior the next day. Curiosity had consumed him. When he arrived, a cloak of mist and dampness enveloped the building. Undeterred by the medieval scene, he squeezed through a small hole in the most dilapidated wall and found himself in the center of the building. He turned on his flashlight and looked around; the walls seemed menacing. At the end of the room, there was a large wooden chest, and on top of it, a yellowed veil, resembling a bridal train. In front of the chest was a metal lock that he couldn't open no matter how hard he tried. Beads of sweat dripped from his forehead, and a metallic clanging sound echoed in his ears. Terrified, he jumped up; a bat brushed against him with its tiny wing. He looked up and saw a multitude of them hanging from the ceiling. Before him, like a hallucination, stood a female figure dressed in white. He felt a cold sweat break out and was paralyzed with fear. Her eyes were filled with sadness and despair. Slowly, she reached out and touched Antonis' cheek. Immediately afterward, she vanished like a ghost. He didn't understand how he managed to reach the small opening in the wall. With clumsy movements, and after soiling his linen shirt, he managed to get outside. He ran home. In his terror, he forgot to take any pictures. Then, he decided not to tell his friends that he had gone.
The next day, he begged his grandfather to tell him about the building. His grandfather then told him that it had been a train station that transported war supplies, wounded soldiers, and prisoners during World War I. Many young people had died there, and their families would come from time to time to pay their respects. "We used to hear all sorts of stories about the young men who were killed," his grandfather said.
Such a sad tale - but how clever to combine the memes for both Words for Wednesday and Sunday Selections.
ΑπάντησηΔιαγραφήThank You E.C.
ΔιαγραφήWell done, Katerina. You have the mind of a true storyteller and the ability to convey it.
ΑπάντησηΔιαγραφήThank you David for your kind words!
ΔιαγραφήAppreciate!
You weaved a tale of the past with the old and the understanding of what had happened to the youth. & Bats! Such a haunting location! All the best to your creativity!
ΑπάντησηΔιαγραφήThank you Ellie!
ΔιαγραφήThe truth is,
you know this too,
writing is a way of escaping from the difficult reality!!
Wonderful :-D
ΑπάντησηΔιαγραφήThank you Ananka🧡
ΔιαγραφήHola!
ΑπάντησηΔιαγραφήDisculpa que escriba en español.
Nunca me animaría a acercarme a un lugar abandonado, menos con esa apariencia. Preferiría contemplarla a lo lejos, y guardarme la curiosidad y el miedo.
Saludos!
Hola.
ΔιαγραφήYo también lo creo.
Saludos!