Το θλιμμένο κορίτσι και η δύναμη της ελπίδας
Μια φορά και αυτόν τον καιρό, σε μια μεγάλη πολιτεία με τεράστια επιβλητικά κτίρια, ζούσε μόνη της μια όμορφη κοπέλα. Ήταν μια κοπέλα με μακριά μαλλιά και όμορφα μάτια, αλλά ήταν πάντα μόνη, θλιμμένη και δούλευε διαρκώς. Αισθανόταν ξένη στην πόλη αυτή, καθώς προερχόταν από μια χώρα μακρινή, με διαφορετική κουλτούρα και πολιτισμό, όπου εκείνο τον καιρό γινόταν πόλεμος.
All rights reserved©Aridaiaplace
Η Βαλεντίνη όπως ήταν το όνομά
της, βρέθηκε στη νέα αυτή πατρίδα για να βοηθήσει την οικογένειά της. Είχε τελειώσει στο Πανεπιστήμιο προγραμματισμό και ήξερε πως
θα εύρισκε σχετικά εύκολα δουλειά. Οι άνθρωποι στη χώρα της ένοιωθαν πλέον ανασφαλείς και στενοχωρημένοι,
δεν είχαν δουλειές, τα τρόφιμα λιγόστευαν, οι άντρες πολεμούσαν, οι γυναίκες
και τα παιδιά δεν είχαν τα απαραίτητα
για τη ζωή τους, το ίδιο και η οικογένειά της θλιμμένης κοπέλας.
All rights reserved©Aridaiaplace
Η Βαλεντίνη πήγε στη ξένη χώρα για να
επιβιώσει από τις μάχες και τον πόλεμο και να μπορέσει να βοηθήσει τους δικούς
της να ζήσουν. Για να φτάσει σε αυτή τη χώρα περπάτησε αμέτρητα χιλιόμετρα,
μπήκε σε πλοία τη νύχτα πρώτη φορά στη ζωή της, πείνασε, δίψασε και τρόμαξε απίστευτα.
All rights reserved©Aridaiaplace
Στη νέα χώρα αρχικά αισθανόταν μοναξιά και ανασφάλεια μακριά από την οικογένειά της, έκλαιγε κάθε μέρα.Ένοιωθε σαν να
βρήκε συγγενείς σε αυτή την άγνωστη και ξένη πόλη. Ένοιωθε την κυρία Γκρέιτ
κάτι σαν δεύτερη μητέρα της. Παρόλο που είχε ζήσει τόσο πόνο από μικρή, είχε
μέσα της αγάπη και σεβασμό για όλους τους ανθρώπους και τα ζώα. Ακόμη και τα
φυτά αγαπούσε και σεβόταν, είχε έναν βίκο σε μια γλάστρα στην κουζίνα της και
του μιλούσε.
Την ημέρα των γενεθλίων της έξω από αυτό το μαγαζάκι βρήκε ένα απρόσμενο δώρο, ένα μικρό γλυκό γατάκι. Το λάτρεψε με την πρώτη ματιά, τόσο μεγάλα γαλάζια ματάκια και ο ουρανός να καθρεπτίζεται μέσα τους. Το κόντεψε αλλά εκείνο νιαούρισε και έφυγε τρέχοντας. και αφού διαπίστωσε ότι είναι αδέσποτο αποφάσισε να το κρατήσει.
Έτσι, πήρε το γατάκι μαζί της στο σπίτι. Πόση χαρά είχε τώρα όταν επέστρεφε από τη δουλειά, που δεν ζούσε πια μόνη της. Φρόντιζε και έπαιζε με τη γατούλα της, που την ονόμασε Ελπίδα. Η Βαλεντίνη συνέχισε να δουλεύει πολλές ώρες, όταν σχολούσε περνούσε από το μικρό μαγαζάκι που ένοιωθε πια σαν οικογένειά της.
Η ένταση της δουλειάς και η
στενοχώρια της για τον πόλεμο και την οικογένειά της καταλάγιαζε λίγο όταν περνούσε από το μικρό καφέ και όταν
πήγαινε σπίτι και έβλεπε την Ελπίδα να την περιμένει ανυπόμονη κοιτάζοντας την
πόρτα, της προσέφερε γαλήνη, χαρά και
επιπλέον κάθε μέρα της έκανε και ένα ακροβατικό που την έκανε να γελάει με την
καρδιά της.
Μια βροχερή μέρα πήρε τηλέφωνο στη μαμά της και ο τηλεφωνητής της είπε πως το τηλέφωνο δεν υπάρχει, πήρε σε όποιον συγγενή είχε στην πατρίδα και σε όλα τα τηλεφωνήματα απαντούσε η ίδια ψυχρή φωνή
«Το τηλέφωνο δεν υπάρχει».
Ανησύχησε πραγματικά,
αλλά πήγε στη δουλειά, εκεί οι συνάδερφοί της την ρώτησαν τι έγινε με την
οικογένειά της και αν επέζησε από το βομβαρδισμό.
«Το λένε οι
Ειδήσεις από το πρωί, βομβάρδισαν την πόλη σου».
«Τι ακούσατε;»
Έφυγε τρέχοντας από τη δουλειά, πήγε στο καφέ
που τώρα αισθανόταν οικογένεια, τους τα διηγήθηκε όλα.
«Βαλεντίνη, πρέπει να πας στην Πρεσβεία».
«Εκεί θα μου
πουν;»
«Ναι, είναι
υποχρεωμένοι να σε πληροφορήσουν».
«Θα σε
συνοδεύσει ο Noah».
«Ναι, Βαλεντίνη
θα πάμε μαζί».
Μπήκαν στο αυτοκίνητο του Noah και ξεκίνησαν για την πρεσβεία. Η Βαλεντίνη δε σταμάτησε να κλαίει.
All rights reserved©Aridaiaplace
Από μακριά κατάλαβαν ότι κάτι αληθινά σοβαρό είχε γίνει, αφού μιλιούνια από κόσμο ήταν μαζεμένα έξω από την πρεσβεία. Ο κήπος του νεοκλασικού κτιρίου της πρεσβείας ήταν γεμάτος από ανθρώπους που αγωνιούσαν για τους συγγενείς τους. Εκεί περίμεναν με τον Noah μέχρι το βράδυ, όταν πια βγήκε ο Πρέσβης και έκανε ανακοινώσεις.«Βομβαρδίστηκε η
πόλη Τεμέμπ και ισοπεδώθηκε έχουμε πολλά θύματα».
«Είμαστε σε
επικοινωνία και για οτιδήποτε νεότερο θα σας ενημερώνουμε».
Τότε έβγαλε ένα
χαρτί και άρχισε να διαβάζει ονόματα.
Τα ονόματα
ανήκαν σε επιζώντες. Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να ακούσει ονόματα δικών της, μάταια
όμως.
«Αύριο τα νεότερα, κουράγιο στις οικογένειες»
είπε ο Πρέσβης και μπήκε μέσα.
«Θα έρθεις στο
σπίτι μας μαζί μου» της είπε ο Noah
και την πήρε σπίτι.
Στο σπίτι η
οικογένεια δεν ήξερε τι να της κάνει για να ανακουφίσει τον πόνο της. Εκείνη δε
σταμάτησε να κλαίει όλη τη νύχτα. Πρωί πρωί έβαλε τις μπότες της και άνοιξε την
πόρτα για να φύγει, όμως την άκουσε η μητέρα του Noah
και της είπε:
«Βαλεντίνη μη
φεύγεις ακόμη αξημέρωτα, αποκλείεται να γίνουν τώρα ανακοινώσεις».
«Κυρία Γκρέιτ
σας αναστάτωσα, θα πάω στην Πρεσβεία μήπως έχουν κάτι να ανακοινώσουν νεότερα».
«Καθόλου δε μας αναστάτωσες, γι’ αυτό είμαστε άνθρωποι για να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, θα σε πάει ο Noah ».
Η Βαλεντίνη
έτρεξε με κλάματα στην αγκαλιά της κυρίας Γκρέιτ.
Πάλι πήγε με τον Noah
στην αυλή της Πρεσβείας να περιμένει να μάθει κάτι για τους γονείς της. Είδε
εκεί στη μαρμάρινη σκάλα να στέκονται στενοχωρημένοι μακρινοί συγγενείς, τους
αγκάλιασε, τους φίλησε και αντάλλαξαν τηλέφωνα. Πάλι βγήκε ο Πρέσβης, πάλι δεν
άκουσε τα ονόματα των δικών της, πάλι θρήνος για τη Βαλεντίνη.
Πήγε στο σπίτι της, φώναξε, έκλαψε, αλλά δεν άντεξε πάλι έφυγε από το σπίτι, πήρε τους δρόμους. Σαν να μην έφταναν όλα τα βάσανά της έχασε και τη γατούλα της την Ελπίδα. Ήταν τόση η στενοχώρια της που δεν άντεχε άλλο.
Δεν κατάλαβε πάλι πως βρέθηκε στην είσοδο του οικογενειακού καφέ, εκεί βρήκε και την Ελπίδα. Αυτή
τη φορά την κράτησαν εκεί, δεν την άφησαν να πάει μόνη στο σπίτι της. Έκλαψαν
μαζί της, φρόντισαν αυτήν και τη γάτα
της και πραγματικά την έκαναν να νοιώσει πως έχει ανθρώπους δικούς της να τη
νοιάζονται και εκεί στην ξένη χώρα.
Την άλλη μέρα στην Πρεσβεία είχαν αρχίσει να έρχονται πρόσφυγες από τη χώρα της και τότε έμαθε τα ευχάριστα.
Οι γονείς και η αδερφή της επέζησαν και θα έρθουν τις επόμενες
μέρες. Πόση χαρά πήρε, δεν ήξερε τι να κάνει, πήγε στο σπίτι το ετοίμασε για να
τους υποδεχθεί και ευχαρίστησε την οικογένεια Γκρέιτ που της στάθηκε τόσο
ανιδιοτελή σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές.
Τις επόμενες μέρες ήρθαν οι γονείς και η αδερφούλα της καταβεβλημένοι και ταλαιπωρημένοι, όμως είχαν επιβιώσει και είχαν μια κόρη να τους περιμένει στην ξένη χώρα και έτσι έγιναν χαρούμενοι.
Η Βαλεντίνη κάλεσε και την οικογένεια Γκρέιτ στο Κυριακάτικο τραπέζι για να τους γνωρίσει στους γονείς της και να τους δείξει την ευγνωμοσύνη της.
All rights reserved©Aridaiaplace
Όλοι μαζί πέρασαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.