Translate

All rights reserved

Ιστορίες, σκέψεις και Παραμύθια για μεγάλους και μικρούς
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελπίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελπίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Hope and the Little Deer/ A Christmas Miracle

 Improved version of a fairy tale I wrote in the past, now with new illustrations!

Saturday's Critters 572

Long ago, in a distant land where the summers were sunny and the winters bitterly cold, there lived a little girl named Hope. Hope had a warm heart filled with love for all living things. She saw the world through the eyes of kindness, focusing only on its beauty and goodness. She lived in the last wooden house of a small village nestled at the foot of Mount Kaimaktsalan, near a dense forest with towering fir trees.

Hope lived with her parents and her two younger siblings, Mario and Elena, whom she adored. Life was not easy for the family. They worked tirelessly to meet their needs, and when her parents were busy in the fields or tending to the animals, Hope took care of her siblings.Christmas was approaching, and the workload seemed endless. Hope, with her creativity and love, did everything she could to bring a festive atmosphere to their home. She sang Christmas carols, wrote letters to Santa Claus, and made decorations from colorful paper. Yet, above all, she longed for a Christmas tree. She knew, however, that her family neither had the money nor the time to cut one from the forest.


One cloudy day, as her siblings played on the floor, a soft whisper of wind carried a strange sound from the forest. Hope looked out the window and saw a little deer standing in a ray of light. Without hesitation, she bundled her siblings into their coats and led them outside to approach the animal.

The deer looked hungry and lost. They fed it some bread and gave it water. Then, the deer began to trot toward the forest. As if under a spell, Hope decided to follow it.

 “Go back inside and lock the door!” she called to her siblings.
“We want to come with you!” Elena cried.
“No, I’ll be back soon!” Hope replied firmly.

Although reluctant, Elena obeyed and shut the door behind her.

Hope ran after the deer, unaware of how far she had gone. When she looked back, her house was no longer in sight. The little deer stopped by a quiet river that flowed gently between snow-covered trees. From the surrounding hills, dozens of deer began to gather, creating a breathtaking sight.

Hope watched them in awe as the little deer joined the herd and disappeared. She felt happy that the animal had found its family but soon realized she had lost her way. Snow fell heavily, covering her tracks, and the freezing wind cut through her clothes. Fear began to creep into her heart.

“Help!” she shouted with all her might, but the forest remained silent.

Exhausted and disheartened, Hope trudged on until her legs gave way. Her tears froze on her cheeks. She prayed for a miracle to guide her back home and continued calling for help with the last of her strength.

Through the blinding snow, she saw a figure emerging from the storm. It was the reclusive man who lived in the mountains, someone the villagers always avoided. Hope’s strength gave out, and she fainted. The man carefully lifted her in his arms.

When she woke, she was lying by the warm hearth of her own home. Her parents wept with joy. The man who had saved her stood nearby with his sled and dogs. The villagers had misjudged him for years, thinking he was strange and unkind.

“From now on, you are part of our family,” her father said, his voice filled with gratitude.

That Christmas was the happiest the family had ever known. Hope learned that reckless actions could lead to danger. The villagers came to understand the value of the man they had once shunned. Together, they celebrated the holidays with love, warmth, and smiles.

And so, they all lived happily ever after.

 

Η Ελπίδα και το ελαφάκι

Τα πολύ παλιά χρόνια, σε μια μακρινή χώρα με πολύ ήλιο το καλοκαίρι και παγωμένους αέρηδες τον χειμώνα, ζούσε ένα μικρό κορίτσι, η Ελπίδα. Η Ελπίδα είχε ζεστή καρδιά, γεμάτη αγάπη για όλη την πλάση. Έβλεπε με τα μάτια της καρδιάς της μόνο τα καλά αυτού του κόσμου.  Έμενε με τους γονείς και τα δύο μικρότερα αδερφάκια της, τον Μάριο και την Έλενα, που λάτρευε στο τελευταίο ξύλινο σπίτι του μικρού χωριού. Το χωριό ήταν χτισμένο στους πρόποδες του όρους Καϊμακτσαλάν, κοντά στο πυκνό δάσος με τα πελώρια έλατα. Η οικογένεια δούλευε σκληρά για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα. Όταν πήγαιναν στο κτήμα ή στα ζώα, η Ελπίδα αναλάμβανε τη φροντίδα των αδερφιών της.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, και οι δουλειές περίσσευαν. Η Ελπίδα, με την αγάπη και την ευρηματικότητά της, έκανε ό,τι μπορούσε για να φέρει τη γιορτινή ατμόσφαιρα στο σπίτι. Τους τραγουδούσε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, έγραφε γράμματα στον Αϊ-Βασίλη και έφτιαχνε στολίδια από χρωματιστά χαρτιά. Όμως, ήθελε όσο τίποτα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, μα ήξερε πως η οικογένειά της δεν είχε χρήματα ούτε χρόνο να κόψει ένα από το δάσος. Μια συννεφιασμένη μέρα, καθώς τα αδερφάκια της έπαιζαν στο πάτωμα, ένας απαλός ψίθυρος του ανέμου έφτασε από το δάσος. Η Ελπίδα κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε ένα μικρό ελαφάκι, λουσμένο σε μια ακτίνα φωτός. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έντυσε τα παιδιά με τα παλτουδάκια τους και βγήκαν έξω να το πλησιάσουν. Το ελαφάκι φαινόταν πεινασμένο και χαμένο. Το τάισαν με ψωμί και του έδωσαν νερό. Ύστερα, εκείνο άρχισε να τρέχει προς το δάσος. Η Ελπίδα, σαν μαγεμένη, αποφάσισε να το ακολουθήσει.

«Μπείτε μέσα στο σπίτι και κλειδώστε την πόρτα!» φώναξε στα αδερφάκια της.

«Θέλουμε να έρθουμε μαζί!» είπε η Έλενα.

«Όχι, θα γυρίσω γρήγορα!» απάντησε η Ελπίδα.

Η Έλενα την άκουσε και, αν και με βαριά καρδιά, έκλεισε την πόρτα.

Η Ελπίδα έτρεχε κοντά στο ελαφάκι χωρίς να λογαριάζει την απόσταση. Όταν κοίταξε πίσω, το σπίτι της είχε εξαφανιστεί. Το ελαφάκι σταμάτησε μπροστά σε ένα ποτάμι που κυλούσε ήσυχα ανάμεσα σε χιονισμένα δέντρα. Από τα γύρω υψώματα, δεκάδες ελάφια άρχισαν να συγκεντρώνονται, σχηματίζοντας μια μαγευτική εικόνα. Η Ελπίδα τα κοίταζε εκστασιασμένη. Το μικρό ελαφάκι ενώθηκε με το κοπάδι και χάθηκε. Η Ελπίδα ένιωσε χαρούμενη που το ζώο είχε βρει την οικογένειά του, αλλά ξαφνικά αντιλήφθηκε πως είχε χαθεί. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και είχε σκεπάσει τα ίχνη της. Το κρύο διαπερνούσε τα ρούχα και ο φόβος την πλημμύρισε.

«Βοήθεια!» φώναξε με όλη της τη δύναμη, αλλά το δάσος απαντούσε μόνο με τη σιωπή του.

Εξαντλημένη και απογοητευμένη, προχώρησε λίγο ακόμα ώσπου τα πόδια της λύγισαν. Τα δάκρυά της πάγωναν στα μάγουλά της. Προσευχήθηκε να γίνει ένα θαύμα και να γυρίσει στο σπίτι της. Συνέχισε να φωνάζει βοήθεια με όση δύναμη της απέμενε.

Ξαφνικά, μέσα από την πυκνή χιονόπτωση, είδε μέσα σ’ ένα σύννεφο μια ανθρώπινη μορφή. Ήταν ο μοναχικός άνθρωπος που ζούσε στις πλαγιές του βουνού. Η Ελπίδα έχασε τις αισθήσεις της από το κρύο, και εκείνος τη σήκωσε προσεκτικά.

Όταν ξύπνησε, βρισκόταν μπροστά στο τζάκι του σπιτιού της. Οι γονείς της έκλαιγαν από χαρά. Ο άντρας που την έσωσε ήταν εκεί, με το έλκηθρο και τα σκυλιά του. Ήταν ο μοναχικός γείτονας που όλοι απέφευγαν και θεωρούσαν απόκοσμο.

«Από τώρα και στο εξής, είσαι μέρος της οικογένειάς μας», είπε ο πατέρας της, γεμάτος ευγνωμοσύνη.

Αυτά τα Χριστούγεννα ήταν τα πιο όμορφα για την οικογένεια. Η Ελπίδα έμαθε ότι η απερισκεψία οδηγεί σε επικίνδυνα αποτελέσματα, οι συγχωριανοί κατάλαβαν την αξία του μοναχικού γείτονα, και όλοι μαζί έζησαν τις γιορτές με αγάπη, ζεστασιά και χαμόγελα.

Ο μικρός θεός της αγάπης

 Ο αναλλοίωτος μικρός  θεός της Αγάπης

          
Το  κείμενο γράφτηκε ύστερα από προτροπή του Παρασύροντας στη ζωή και οι λέξεις είναι από το  Elephant's Child

Δεν αντέχει άλλο την εικόνα του, το κοιτάζει με φθόνο. Το  αγαλματάκι δεν έχει αλλάξει καθόλου είναι εκεί και τον κοιτάζει από μακριά σαν να τον χλευάζει, σε αντίθεση με εκείνους και την αγάπη τους εκείνο παραμένει εκεί αναλλοίωτο στο χρόνο τον έχει στοιχειώσει.  Όσο κι αν δουλεύει  δεν μπορεί να της παρέχει μία  άνετη ζωή, σίγουρα δεν είναι ευχαριστημένη από εκείνον, πονάει να την βλέπει ατημέλητη να κάνει τόσες δουλειές . Το πήρε στο δεξί του χέρι και έτοιμος να το πετάξει της είπε:

«Δεν μπορώ να το βλέπω πια».

 «Μα είναι αντίκα, είναι όμορφο, το αγαπώ»

« Σε παρακαλώ να το πετάξεις».

« Όχι, δεν το αποχωρίζομαι».

 Της το είχε κάνει δώρο σε μια γιορτή,  ήταν  ένα πορσελάνινο αγαλματάκι του θεού της αγάπης, το χρώμα του ήταν το μπλε του νερού και άλλαζε με την υγρασία. Είχε  τόξο στο δεξί του χέρι και με το αριστερό προσπαθούσε να βάλει το βέλος για να στοχεύσει. Τότε της είχε δώσει αμέτρητες υποσχέσεις και εκείνη εκατοντάδες τρυφερά φιλιά. 

«Η γάτα σου πήρε τη γλώσσα;»

«Θέλω να το πετάξεις,  δεν μπορώ να το βλέπω πια».

 Ήταν τόσο εκφραστικός μου ανατρίχιασε,  κατάλαβε αμέσως γιατί δεν μπορούσε πια να βλέπει ο άντρας της το θεό της αγάπης. Τον κοίταξε και αναρωτήθηκε τι συμβαίνει και φαίνεται τόσο δυστυχισμένος.

«Ο  Έκτωρ δεν έχει κέφια σήμερα» του είπε για να αλλάξει κουβέντα.

 «Κάθε σκύλος έχει τη μέρα του αυτή σίγουρα δεν είναι του Έκτωρ».

Έμεινε για λίγο σκεπτικός και πήγε προς την κουζίνα για να πάρει το χρόνο του. Κάποτε ήταν οδηγός σε μια εταιρία και έβγαζε πολλά χρήματα, αλλά προτίμησε να παίρνει λιγότερα και να είναι κοντά της.  Το περιοδικό που δούλευε τον πλήρωνε πενιχρά και εκείνη δούλευε ασταμάτητα για να ζουν με αξιοπρέπεια. Άφησε το ποτήρι με το νερό που κρατούσε και την κοίταξε:

 «Μου είπε να πουλάκι πως δεν με αγαπάς πια».

 «Μιχάλη σταμάτα, δεν έχουμε χρόνο πια για τέτοια, μεγαλώσαμε έχουμε τις δουλειές μας, τους φίλους,  το σπίτι μας..»

 «Είπες θα μ’ αγαπάς για πάντα».

 «Μα σ’  αγαπώ ακόμη».

 «Δε σου έδωσα αυτά που σου άξιζαν, αλλά θα προσπαθήσω..».

«Προσπαθείς, έχεις κατανόηση.. και πάνω απ’ όλα νοιώθω πως μ’ αγαπάς».

Έπιασε το μικρό αγαλματάκι και δείχνοντάς του το του είπε:

"Έτσι είναι η αγάπη μου για σένα, αναλλοίωτη, αλλάζει λίγο με τους καιρούς αλλά παραμένει ίδια και δυνατή"

Πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε τρυφερά, έτρεξε μαζί της και ο Έκτωρ ο σκύλος τους και τους έκανε  χαρές και τρυφεράδες.

Το θλιμμένο κορίτσι και η δύναμη της ελπίδας

Το θλιμμένο κορίτσι και η δύναμη της ελπίδας

Μια φορά και αυτόν τον καιρό, σε μια μεγάλη πολιτεία με τεράστια επιβλητικά  κτίρια, ζούσε μόνη της μια όμορφη κοπέλα. Ήταν μια κοπέλα με μακριά μαλλιά και όμορφα μάτια, αλλά ήταν πάντα μόνη, θλιμμένη και δούλευε διαρκώς. Αισθανόταν ξένη στην πόλη αυτή, καθώς προερχόταν από μια χώρα μακρινή, με διαφορετική κουλτούρα και πολιτισμό, όπου εκείνο τον καιρό γινόταν πόλεμος. 

All rights reserved©Aridaiaplace

 Η Βαλεντίνη όπως ήταν το όνομά της, βρέθηκε στη νέα αυτή πατρίδα για να βοηθήσει την οικογένειά της.  Είχε τελειώσει  στο Πανεπιστήμιο προγραμματισμό και ήξερε πως θα εύρισκε σχετικά εύκολα δουλειά. Οι άνθρωποι στη χώρα της  ένοιωθαν πλέον ανασφαλείς και στενοχωρημένοι, δεν είχαν δουλειές, τα τρόφιμα λιγόστευαν, οι άντρες πολεμούσαν, οι γυναίκες και τα παιδιά  δεν είχαν τα απαραίτητα για τη ζωή τους, το ίδιο και η οικογένειά της θλιμμένης κοπέλας. 


All rights reserved©Aridaiaplace

 Η Βαλεντίνη πήγε στη ξένη χώρα για να επιβιώσει από τις μάχες και τον πόλεμο και να μπορέσει να βοηθήσει τους δικούς της να ζήσουν. Για να φτάσει σε αυτή τη χώρα περπάτησε αμέτρητα χιλιόμετρα, μπήκε σε πλοία τη νύχτα πρώτη φορά στη ζωή της, πείνασε, δίψασε  και τρόμαξε απίστευτα.

All rights reserved©Aridaiaplace

Στη νέα χώρα αρχικά αισθανόταν μοναξιά και ανασφάλεια μακριά από την οικογένειά της, έκλαιγε κάθε μέρα. 
Ένα μουντό πρωινό με ομίχλη είδε από τη βιτρίνα ενός φωτεινού καταστήματος να της χαμογελάει μια κυρία, μπήκε μέσα και αγόρασε καφέ, ήταν η κυρία Γκρέιτ, από εκείνο το πρωί και έπειτα, όταν ξεκινούσε για τη δουλειά της, σταματούσε στο μαγαζάκι και έπαιρνε καφέ, έπαιρνε και έδινε χαμόγελα και αγάπη. 

Ένοιωθε σαν να βρήκε συγγενείς σε αυτή την άγνωστη και ξένη πόλη. Ένοιωθε την κυρία Γκρέιτ κάτι σαν δεύτερη μητέρα της. Παρόλο που είχε ζήσει τόσο πόνο από μικρή, είχε μέσα της αγάπη και σεβασμό για όλους τους ανθρώπους και τα ζώα. Ακόμη και τα φυτά αγαπούσε και σεβόταν, είχε έναν βίκο σε μια γλάστρα στην κουζίνα της και του μιλούσε.


Την ημέρα των γενεθλίων της έξω από αυτό το μαγαζάκι βρήκε ένα απρόσμενο δώρο,  ένα μικρό γλυκό γατάκι. Το λάτρεψε με την πρώτη ματιά, τόσο μεγάλα γαλάζια ματάκια και ο ουρανός να καθρεπτίζεται μέσα τους. Το κόντεψε αλλά εκείνο νιαούρισε και έφυγε τρέχοντας. και αφού διαπίστωσε ότι είναι αδέσποτο αποφάσισε να το κρατήσει. 


Έτσι, πήρε το γατάκι μαζί της στο σπίτι.  Πόση χαρά είχε τώρα όταν επέστρεφε από τη δουλειά, που δεν ζούσε πια μόνη της. Φρόντιζε και έπαιζε με τη γατούλα της, που την ονόμασε Ελπίδα.  Η Βαλεντίνη συνέχισε να δουλεύει πολλές ώρες, όταν σχολούσε περνούσε από το μικρό μαγαζάκι που ένοιωθε πια σαν οικογένειά της.

 Η ένταση της δουλειάς και η στενοχώρια της για τον πόλεμο και την οικογένειά της καταλάγιαζε λίγο  όταν περνούσε από το μικρό καφέ και όταν πήγαινε σπίτι και έβλεπε την Ελπίδα να την περιμένει ανυπόμονη κοιτάζοντας την πόρτα, της προσέφερε γαλήνη, χαρά  και επιπλέον κάθε μέρα της έκανε και ένα ακροβατικό που την έκανε να γελάει με την καρδιά της.


Μια βροχερή μέρα πήρε τηλέφωνο στη μαμά της και ο τηλεφωνητής της είπε πως το τηλέφωνο δεν υπάρχει, πήρε σε όποιον συγγενή είχε στην πατρίδα και σε όλα τα τηλεφωνήματα απαντούσε η ίδια ψυχρή φωνή

 «Το τηλέφωνο δεν υπάρχει». 

Ανησύχησε πραγματικά, αλλά πήγε στη δουλειά, εκεί οι συνάδερφοί της την ρώτησαν τι έγινε με την οικογένειά της και αν επέζησε από το βομβαρδισμό.

«Το λένε οι Ειδήσεις από το πρωί, βομβάρδισαν την πόλη σου».

«Τι ακούσατε;»

 Έφυγε τρέχοντας από τη δουλειά, πήγε στο καφέ που τώρα αισθανόταν οικογένεια, τους τα διηγήθηκε όλα.

«Βαλεντίνη, πρέπει να πας στην Πρεσβεία».

«Εκεί θα μου πουν;»

«Ναι, είναι υποχρεωμένοι να σε πληροφορήσουν».

«Θα σε συνοδεύσει ο Noah».

«Ναι, Βαλεντίνη θα πάμε μαζί».

Μπήκαν στο αυτοκίνητο του Noah και ξεκίνησαν για την πρεσβεία. Η Βαλεντίνη δε σταμάτησε να κλαίει. 

All rights reserved©Aridaiaplace

Από μακριά κατάλαβαν ότι κάτι αληθινά σοβαρό είχε γίνει, αφού μιλιούνια από κόσμο ήταν μαζεμένα έξω από την πρεσβεία. Ο κήπος του  νεοκλασικού κτιρίου της πρεσβείας ήταν γεμάτος από ανθρώπους που αγωνιούσαν για τους συγγενείς τους. Εκεί περίμεναν με τον
Noah μέχρι το βράδυ, όταν πια βγήκε ο Πρέσβης και έκανε ανακοινώσεις.

«Βομβαρδίστηκε η πόλη Τεμέμπ και ισοπεδώθηκε έχουμε πολλά θύματα».

«Είμαστε σε επικοινωνία και για οτιδήποτε νεότερο θα σας ενημερώνουμε».

Τότε έβγαλε ένα χαρτί και άρχισε να διαβάζει ονόματα.

Τα ονόματα ανήκαν σε επιζώντες. Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να ακούσει ονόματα δικών της, μάταια όμως.

«Αύριο τα νεότερα, κουράγιο στις οικογένειες» 

είπε ο Πρέσβης και μπήκε μέσα.

«Θα έρθεις στο σπίτι μας μαζί μου» της είπε ο Noah και την πήρε σπίτι.

Στο σπίτι η οικογένεια δεν ήξερε τι να της κάνει για να ανακουφίσει τον πόνο της. Εκείνη δε σταμάτησε να κλαίει όλη τη νύχτα. Πρωί πρωί έβαλε τις μπότες της και άνοιξε την πόρτα για να φύγει, όμως την άκουσε η μητέρα του Noah και της είπε:

«Βαλεντίνη μη φεύγεις ακόμη αξημέρωτα, αποκλείεται να γίνουν τώρα ανακοινώσεις».

«Κυρία Γκρέιτ σας αναστάτωσα, θα πάω στην Πρεσβεία μήπως έχουν κάτι να ανακοινώσουν  νεότερα».

«Καθόλου δε μας αναστάτωσες, γι’ αυτό είμαστε άνθρωποι για να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, θα σε πάει ο Noah ».

Η Βαλεντίνη έτρεξε με κλάματα στην αγκαλιά της κυρίας Γκρέιτ.

Πάλι πήγε με τον Noah στην αυλή της Πρεσβείας να περιμένει να μάθει κάτι για τους γονείς της. Είδε εκεί στη μαρμάρινη σκάλα να στέκονται στενοχωρημένοι μακρινοί συγγενείς, τους αγκάλιασε, τους φίλησε και αντάλλαξαν τηλέφωνα. Πάλι βγήκε ο Πρέσβης, πάλι δεν άκουσε τα ονόματα των δικών της, πάλι θρήνος για τη Βαλεντίνη.

Πήγε στο σπίτι της, φώναξε, έκλαψε, αλλά δεν άντεξε πάλι έφυγε από το σπίτι, πήρε τους δρόμους. Σαν να μην έφταναν όλα τα βάσανά της έχασε και τη γατούλα της την Ελπίδα. Ήταν τόση η στενοχώρια της που δεν άντεχε άλλο. 

Δεν κατάλαβε πάλι πως βρέθηκε στην είσοδο του οικογενειακού καφέ, εκεί βρήκε και την Ελπίδα. Αυτή τη φορά την κράτησαν εκεί, δεν την άφησαν να πάει μόνη στο σπίτι της. Έκλαψαν μαζί της,  φρόντισαν αυτήν και τη γάτα της και πραγματικά την έκαναν να νοιώσει πως έχει ανθρώπους δικούς της να τη νοιάζονται και εκεί στην ξένη χώρα.

Την άλλη μέρα στην Πρεσβεία είχαν αρχίσει να έρχονται πρόσφυγες από τη χώρα της και τότε έμαθε τα ευχάριστα. 

Οι γονείς και η αδερφή της επέζησαν και θα έρθουν τις επόμενες μέρες. Πόση χαρά πήρε, δεν ήξερε τι να κάνει, πήγε στο σπίτι το ετοίμασε για να τους υποδεχθεί και ευχαρίστησε την οικογένεια Γκρέιτ που της στάθηκε τόσο ανιδιοτελή σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές.

Τις επόμενες μέρες ήρθαν οι γονείς και η αδερφούλα της καταβεβλημένοι και ταλαιπωρημένοι, όμως είχαν επιβιώσει και είχαν μια κόρη να τους περιμένει στην ξένη χώρα και έτσι έγιναν χαρούμενοι.

 Η Βαλεντίνη κάλεσε και την οικογένεια Γκρέιτ στο Κυριακάτικο τραπέζι για να τους γνωρίσει στους γονείς της και να τους δείξει την ευγνωμοσύνη της.

 

All rights reserved©Aridaiaplace

Όλοι μαζί πέρασαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 








Ευχαριστούμε για την επίσκεψη ❤️

Ευχαριστούμε για το χρόνο που αφιερώσατε να αφήσετε ένα μήνυμα! Μας αρέσει να διαβάζουμε τα σχόλιά σας. Θα προσπαθούμε πάντα να ανταποδίδουμε την επίσκεψή σας. Όλες οι εικόνες καθώς και οι αφηγήσεις έχουν πνευματικά δικαιώματα που ανήκουν στον δημιουργό και προστατεύονται από διεθνείς και εθνικούς νόμους. Αν αναγνωρίσετε τον εαυτό σας σε κάποια φωτογραφία και δε θέλετε παρακαλούμε ενημερώστε μας να την κατεβάσουμε. Για οτιδήποτε θέλετε να αναπαραγάγετε μπορείτε να επικοινωνήσετε.