«Ελπίδα έλα να παίξουμε, Ελπίδα πεινάμε…»
Οι γονείς είχαν πολύ δουλειά την εποχή των Χριστουγέννων και έτσι η Ελπίδα, μόλις έκλειναν τα σχολεία, αναλάμβανε τη φροντίδα του Μάριου και της Έλενας. Αυτές τις μέρες, περισσότερο από ποτέ, προσπαθούσε να κάνει το σπίτι να φαίνεται γιορτινό, ήθελε τα αδερφάκια της να είναι χαρούμενα. Τους τραγουδούσε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, έγραφε γράμματα στον Αϊ Βασίλη, στόλιζε δέντρο, έφτιαχνε κάρτες και κάθε λογής στολίδια.
Η Ελπίδα φρόντιζε τα αδερφάκια της σαν να ήταν μεγάλη, αφού έφτιαχνε φαγητό και τα τάιζε έστρωνε στο πάτωμα ένα υφαντό χαλάκι και εκεί έπαιζαν όλων των ειδών τα παιχνίδια. Αισθανόταν πολύ υπεύθυνη για αυτά, φοβόταν μην πάθουν τίποτα και γι’ αυτό δεν έφευγε ποτέ από κοντά τους.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, και η Ελπίδα ήθελε πολύ να έχει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αλλά η οικογένειά της δεν είχε τα χρήματα να αγοράσει ένα δέντρο, αλλά ούτε και χρόνο για να φέρει ένα από το δάσος.
Μια μέρα καθώς έπαιζαν τα αδερφάκια στο πάτωμα ένα αεράκι σαν ψίθυρος ακούστηκε από έξω, η Ελπίδα κοίταξε από το παράθυρο το συννεφιασμένο τοπίο και είδε ένα πανέμορφο μικρό ελαφάκι να το φωτίζει μια ακτίνα φωτός, χωρίς να το πολυσκεφτεί, έβαλε τα παλτουδάκια στα παιδιά και βγήκαν έξω να δουν τι συμβαίνει με το ελαφάκι.
«Μπείτε
μέσα στο σπίτι τους φώναξε».
«Θέλουμε να έρθουμε μαζί» είπε η Έλενα.
«Μπείτε μέσα και κλειδώστε την πόρτα, σε
λίγο θα έρθω».
Η Έλενα υπάκουσε την αδερφή της, έβαλε μέσα τον μικρό και έκλεισε την πόρτα.
Η Ελπίδα συνέχισε να ακολουθεί με ενθουσιασμό το ελαφάκι, ώσπου κοίταξε πίσω και το σπίτι τους φαινόταν σαν μια καρφίτσα και δεν ανησύχησε καθόλου. Σκέφτηκε ότι σε λίγο θα γυρίσει πίσω αλλά ήθελε να δει από κοντά το ελάφι και να το βοηθήσει αν δε βρει το κοπάδι του. Το ελαφάκι σταμάτησε μπροστά σε ένα ποτάμι που μόλις φαινόταν από την πλούσια βλάστηση και γύρω νιφάδες χιονιού έπεφταν, αρχικά αραιά αλλά όλο και πύκνωναν.
Ξαφνικά από τις διπλανές πλαγιές έφτασαν στο ποτάμι δεκάδες ελάφια και δημιούργησαν μια ανεπανάληπτη εικόνα βγαλμένη από τα ομορφότερά της όνειρα. Τότε το δικό της ελάφι ενώθηκε με το κοπάδι και χάθηκε στο πλήθος.
Μυριάδες μικρά πουλάκια στέκονται στα χαμηλά κλαδιά ενός δέντρου πεινασμένα. Βγάζει από τη τσέπη της ένα ξερό κομμάτι ψωμί, το κοιτάζει καλά καλά μια και πεινούσε και αυτή, δαγκώνει μια μπουκιά και το υπόλοιπο το τρίβει για να φάνε τα πουλάκια.
«Βοήθησέ
με, σε παρακαλώ..» είπε απελπισμένη στο ελαφάκι.
Το ελάφι όμως είχε χαθεί πια, ήταν χαρούμενο, είχε βρει την οικογένειά του.
Όταν αισθάνθηκε τελείως μόνη, τρόμαξε ακόμη περισσότερο και άρχισε να φωνάζει
«Βοήθεια, βοήθεια..»
ώσπου η φωνή της σταμάτησε να ακούγεται.
Εν τω μεταξύ, στο ζεστό ξύλινο σπιτάκι, οι γονείς γύρισαν και άκουσαν έντρομοι, ότι το μικρό κορίτσι ακολούθησε το ελάφι στο δάσος. Αφού ειδοποίησαν τους συγχωριανούς, ξεκίνησαν για το βουνό, έτσι ώστε να βρουν και να σώσουν το μικρό άμυαλο παιδί.
Τώρα τα δάκρια πάγωναν στα μάγουλά της, έκανε έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό της, σκέφτηκε τους γονείς και τα αδερφάκια της. Πόσο μετανοιωμένη ήταν για την απερισκεψία της!
Το κρύο έφτανε μέχρι το κόκαλο, προσπαθούσε να καταλάβει από πού ήρθε, αλλά μάταιος κόπος, οι χιονονιφάδες ήταν τόσο πυκνές που είχαν καλύψει τα πάντα.
Σκέφτηκε πως είναι παραμονή Χριστουγέννων και
παρακάλεσε να γίνει ένα θαύμα και να βρεθεί πάλι στο σπίτι με την οικογένειά της.
Είχε κουραστεί να τριγυρίζει, είχε χάσει και τις ελπίδες της, αλλά μια φωνή μέσα της της έλεγε να συνεχίσει και θα τα καταφέρει. Τότε ήταν που είδε κάτι σαν ανθρώπινη σκιά να έρχεται κατά πάνω της, από το φόβο και την ταλαιπωρία έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε στο μαλακό χιόνι.
Όταν ξύπνησε ήταν στο σπίτι της, ξαπλωμένη κοντά στο τζάκι, στο
τραπέζι τους ο άνθρωπος που ζούσε μόνος στο βουνό και κατέβαινε σπάνια στο χωριό.
Εκείνος, που το χωριό είχε απορρίψει, την έσωσε και με το έλκηθρο και τα σκυλιά του την έφερε στην
οικογένεια. Είχε πέσει σχεδόν έξω από την καλύβα που ζούσε ο άνθρωπος αυτός που όλο το χωριό τον έλεγε τρελό και απόκοσμο.
«Από τώρα και πέρα θα είσαι συγγενής μας»
του είπε ο πατέρας.
Έτσι ο μοναχικός ηλικιωμένος απέκτησε οικογένεια, οι άνθρωποι του χωριού κατάλαβαν ότι σε μια κοινωνία όλα τα μέλη είναι χρήσιμα, η Ελπίδα έμαθε από το λάθος της, η οικογένεια πέρασε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα
και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!