Translate

All rights reserved

Ιστορίες, σκέψεις και Παραμύθια για μεγάλους και μικρούς
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απομόνωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απομόνωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Hope and the Little Deer/ A Christmas Miracle

 Improved version of a fairy tale I wrote in the past, now with new illustrations!

Saturday's Critters 572

Long ago, in a distant land where the summers were sunny and the winters bitterly cold, there lived a little girl named Hope. Hope had a warm heart filled with love for all living things. She saw the world through the eyes of kindness, focusing only on its beauty and goodness. She lived in the last wooden house of a small village nestled at the foot of Mount Kaimaktsalan, near a dense forest with towering fir trees.

Hope lived with her parents and her two younger siblings, Mario and Elena, whom she adored. Life was not easy for the family. They worked tirelessly to meet their needs, and when her parents were busy in the fields or tending to the animals, Hope took care of her siblings.Christmas was approaching, and the workload seemed endless. Hope, with her creativity and love, did everything she could to bring a festive atmosphere to their home. She sang Christmas carols, wrote letters to Santa Claus, and made decorations from colorful paper. Yet, above all, she longed for a Christmas tree. She knew, however, that her family neither had the money nor the time to cut one from the forest.


One cloudy day, as her siblings played on the floor, a soft whisper of wind carried a strange sound from the forest. Hope looked out the window and saw a little deer standing in a ray of light. Without hesitation, she bundled her siblings into their coats and led them outside to approach the animal.

The deer looked hungry and lost. They fed it some bread and gave it water. Then, the deer began to trot toward the forest. As if under a spell, Hope decided to follow it.

 “Go back inside and lock the door!” she called to her siblings.
“We want to come with you!” Elena cried.
“No, I’ll be back soon!” Hope replied firmly.

Although reluctant, Elena obeyed and shut the door behind her.

Hope ran after the deer, unaware of how far she had gone. When she looked back, her house was no longer in sight. The little deer stopped by a quiet river that flowed gently between snow-covered trees. From the surrounding hills, dozens of deer began to gather, creating a breathtaking sight.

Hope watched them in awe as the little deer joined the herd and disappeared. She felt happy that the animal had found its family but soon realized she had lost her way. Snow fell heavily, covering her tracks, and the freezing wind cut through her clothes. Fear began to creep into her heart.

“Help!” she shouted with all her might, but the forest remained silent.

Exhausted and disheartened, Hope trudged on until her legs gave way. Her tears froze on her cheeks. She prayed for a miracle to guide her back home and continued calling for help with the last of her strength.

Through the blinding snow, she saw a figure emerging from the storm. It was the reclusive man who lived in the mountains, someone the villagers always avoided. Hope’s strength gave out, and she fainted. The man carefully lifted her in his arms.

When she woke, she was lying by the warm hearth of her own home. Her parents wept with joy. The man who had saved her stood nearby with his sled and dogs. The villagers had misjudged him for years, thinking he was strange and unkind.

“From now on, you are part of our family,” her father said, his voice filled with gratitude.

That Christmas was the happiest the family had ever known. Hope learned that reckless actions could lead to danger. The villagers came to understand the value of the man they had once shunned. Together, they celebrated the holidays with love, warmth, and smiles.

And so, they all lived happily ever after.

 

Η Ελπίδα και το ελαφάκι

Τα πολύ παλιά χρόνια, σε μια μακρινή χώρα με πολύ ήλιο το καλοκαίρι και παγωμένους αέρηδες τον χειμώνα, ζούσε ένα μικρό κορίτσι, η Ελπίδα. Η Ελπίδα είχε ζεστή καρδιά, γεμάτη αγάπη για όλη την πλάση. Έβλεπε με τα μάτια της καρδιάς της μόνο τα καλά αυτού του κόσμου.  Έμενε με τους γονείς και τα δύο μικρότερα αδερφάκια της, τον Μάριο και την Έλενα, που λάτρευε στο τελευταίο ξύλινο σπίτι του μικρού χωριού. Το χωριό ήταν χτισμένο στους πρόποδες του όρους Καϊμακτσαλάν, κοντά στο πυκνό δάσος με τα πελώρια έλατα. Η οικογένεια δούλευε σκληρά για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα. Όταν πήγαιναν στο κτήμα ή στα ζώα, η Ελπίδα αναλάμβανε τη φροντίδα των αδερφιών της.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, και οι δουλειές περίσσευαν. Η Ελπίδα, με την αγάπη και την ευρηματικότητά της, έκανε ό,τι μπορούσε για να φέρει τη γιορτινή ατμόσφαιρα στο σπίτι. Τους τραγουδούσε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, έγραφε γράμματα στον Αϊ-Βασίλη και έφτιαχνε στολίδια από χρωματιστά χαρτιά. Όμως, ήθελε όσο τίποτα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, μα ήξερε πως η οικογένειά της δεν είχε χρήματα ούτε χρόνο να κόψει ένα από το δάσος. Μια συννεφιασμένη μέρα, καθώς τα αδερφάκια της έπαιζαν στο πάτωμα, ένας απαλός ψίθυρος του ανέμου έφτασε από το δάσος. Η Ελπίδα κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε ένα μικρό ελαφάκι, λουσμένο σε μια ακτίνα φωτός. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έντυσε τα παιδιά με τα παλτουδάκια τους και βγήκαν έξω να το πλησιάσουν. Το ελαφάκι φαινόταν πεινασμένο και χαμένο. Το τάισαν με ψωμί και του έδωσαν νερό. Ύστερα, εκείνο άρχισε να τρέχει προς το δάσος. Η Ελπίδα, σαν μαγεμένη, αποφάσισε να το ακολουθήσει.

«Μπείτε μέσα στο σπίτι και κλειδώστε την πόρτα!» φώναξε στα αδερφάκια της.

«Θέλουμε να έρθουμε μαζί!» είπε η Έλενα.

«Όχι, θα γυρίσω γρήγορα!» απάντησε η Ελπίδα.

Η Έλενα την άκουσε και, αν και με βαριά καρδιά, έκλεισε την πόρτα.

Η Ελπίδα έτρεχε κοντά στο ελαφάκι χωρίς να λογαριάζει την απόσταση. Όταν κοίταξε πίσω, το σπίτι της είχε εξαφανιστεί. Το ελαφάκι σταμάτησε μπροστά σε ένα ποτάμι που κυλούσε ήσυχα ανάμεσα σε χιονισμένα δέντρα. Από τα γύρω υψώματα, δεκάδες ελάφια άρχισαν να συγκεντρώνονται, σχηματίζοντας μια μαγευτική εικόνα. Η Ελπίδα τα κοίταζε εκστασιασμένη. Το μικρό ελαφάκι ενώθηκε με το κοπάδι και χάθηκε. Η Ελπίδα ένιωσε χαρούμενη που το ζώο είχε βρει την οικογένειά του, αλλά ξαφνικά αντιλήφθηκε πως είχε χαθεί. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και είχε σκεπάσει τα ίχνη της. Το κρύο διαπερνούσε τα ρούχα και ο φόβος την πλημμύρισε.

«Βοήθεια!» φώναξε με όλη της τη δύναμη, αλλά το δάσος απαντούσε μόνο με τη σιωπή του.

Εξαντλημένη και απογοητευμένη, προχώρησε λίγο ακόμα ώσπου τα πόδια της λύγισαν. Τα δάκρυά της πάγωναν στα μάγουλά της. Προσευχήθηκε να γίνει ένα θαύμα και να γυρίσει στο σπίτι της. Συνέχισε να φωνάζει βοήθεια με όση δύναμη της απέμενε.

Ξαφνικά, μέσα από την πυκνή χιονόπτωση, είδε μέσα σ’ ένα σύννεφο μια ανθρώπινη μορφή. Ήταν ο μοναχικός άνθρωπος που ζούσε στις πλαγιές του βουνού. Η Ελπίδα έχασε τις αισθήσεις της από το κρύο, και εκείνος τη σήκωσε προσεκτικά.

Όταν ξύπνησε, βρισκόταν μπροστά στο τζάκι του σπιτιού της. Οι γονείς της έκλαιγαν από χαρά. Ο άντρας που την έσωσε ήταν εκεί, με το έλκηθρο και τα σκυλιά του. Ήταν ο μοναχικός γείτονας που όλοι απέφευγαν και θεωρούσαν απόκοσμο.

«Από τώρα και στο εξής, είσαι μέρος της οικογένειάς μας», είπε ο πατέρας της, γεμάτος ευγνωμοσύνη.

Αυτά τα Χριστούγεννα ήταν τα πιο όμορφα για την οικογένεια. Η Ελπίδα έμαθε ότι η απερισκεψία οδηγεί σε επικίνδυνα αποτελέσματα, οι συγχωριανοί κατάλαβαν την αξία του μοναχικού γείτονα, και όλοι μαζί έζησαν τις γιορτές με αγάπη, ζεστασιά και χαμόγελα.

Ευχαριστούμε για την επίσκεψη ❤️

Ευχαριστούμε για το χρόνο που αφιερώσατε να αφήσετε ένα μήνυμα! Μας αρέσει να διαβάζουμε τα σχόλιά σας. Θα προσπαθούμε πάντα να ανταποδίδουμε την επίσκεψή σας. Όλες οι εικόνες καθώς και οι αφηγήσεις έχουν πνευματικά δικαιώματα που ανήκουν στον δημιουργό και προστατεύονται από διεθνείς και εθνικούς νόμους. Αν αναγνωρίσετε τον εαυτό σας σε κάποια φωτογραφία και δε θέλετε παρακαλούμε ενημερώστε μας να την κατεβάσουμε. Για οτιδήποτε θέλετε να αναπαραγάγετε μπορείτε να επικοινωνήσετε.