Translate

All rights reserved

Ιστορίες, σκέψεις και Παραμύθια για μεγάλους και μικρούς
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μύθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μύθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

The Fox and the Mighty Lion/Η Αλεπού και το Μεγάλο Λιοντάρι

The Fox and the Mighty Lion

A fairy tale inspired by Aesop's fables!

Once upon a time, in a faraway forest, there lived a small fox with shiny orange fur and clever eyes. She was known for her curiosity but also for her cautious nature. Her life was full of little adventures until one day, she encountered something she had never seen before: the Mighty Lion of the forest.

The lion was truly majestic, with his golden mane shimmering in the sunlight. The fox saw him from afar, and her heart raced with fear. She hid behind a bush, trembling. "What a terrifying creature!" she thought. She stayed still for a long time until the lion finally walked away.

In the following days, the fox couldn’t stop thinking about the lion. "It’s so big and scary. I hope I never see it again!" she muttered. But the forest was vast, and the chances of meeting him again were not slim.

Indeed, a few days later, the fox found herself face-to-face with the lion once more. This time, however, she stood a little closer. Yes, she was still scared, but not as much as before. She stayed hidden and observed the lion. It didn’t seem angry or dangerous; it was simply drinking water from the river.

"Maybe it’s not as terrifying as I thought," the fox whispered to herself.

The third time she met the lion, the fox had grown used to its presence. Instead of hiding, she slowly and carefully approached it. The lion looked at her but didn’t react aggressively.

"Good morning," said the fox in a trembling voice.

The lion gazed at her with curiosity. "Good morning, little fox," it replied in a deep but friendly voice.

The fox gained confidence and started talking to the lion about life in the forest, her adventures, and his imposing presence. The lion listened intently, and so began an unexpected friendship.

Over time, the fox realized that the lion wasn’t the terrifying beast she had imagined. And the lion, in turn, found joy in the fox’s companionship.

The Moral of the Story:

Things that frighten us at first can become less scary when we get to know them better. Habit and understanding can tame even our greatest fears.

Katerina

Ένα παραμύθι εμπνευσμένο από το μύθο του Αισώπου.

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό δάσος, ζούσε μια μικρή αλεπού με γυαλιστερό, πορτοκαλί τρίχωμα και έξυπνα μάτια. Ήταν γνωστή για την περιέργειά της, αλλά και για την παρατηρητικότητά της. Η ζωή της ήταν γεμάτη από μικρές περιπέτειες, ώσπου μια μέρα συνάντησε κάτι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ: το Μεγάλο Λιοντάρι του δάσους.

Το λιοντάρι ήταν πραγματικά επιβλητικό, με τη χρυσή του χαίτη να γυαλίζει στον ήλιο. Η αλεπού το είδε από μακριά, και η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή. Κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο και παρακολουθούσε με τρόμο. "Τι φοβερό πλάσμα!" σκέφτηκε. Έμεινε ακίνητη για πολλή ώρα, ώσπου το λιοντάρι έφυγε.

Τις επόμενες μέρες, η αλεπού δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται το λιοντάρι. "Είναι τόσο μεγάλο και τρομακτικό. Μακάρι να μην το ξαναδώ ποτέ!" μονολογούσε. Όμως, το δάσος ήταν μεγάλο, και οι πιθανότητες να ξανασυναντηθούν δεν ήταν μικρές.

Πράγματι, λίγες μέρες αργότερα, η αλεπού βρέθηκε και πάλι μπροστά στο λιοντάρι. Αυτή τη φορά, όμως, στάθηκε λίγο πιο κοντά. Ναι, ήταν ακόμα φοβισμένη, αλλά όχι τόσο όσο την πρώτη φορά. Έμεινε εκεί, κρυμμένη, και το παρατήρησε. Το λιοντάρι δεν έδειχνε θυμωμένο ή επικίνδυνο. Απλώς έπινε νερό από το ποτάμι.

"Ίσως δεν είναι τόσο φοβερό όσο νόμιζα," σκέφτηκε η αλεπού.

Την τρίτη φορά που συνάντησε το λιοντάρι, η αλεπού είχε πια συνηθίσει την παρουσία του. Αντί να κρυφτεί, πλησίασε αργά και προσεκτικά. Το λιοντάρι την κοίταξε, αλλά δεν αντέδρασε επιθετικά.

"Καλημέρα," είπε η αλεπού με τρεμάμενη φωνή.

Το λιοντάρι την κοίταξε με περιέργεια. "Καλημέρα, μικρή αλεπού," απάντησε με μια βαθιά, αλλά φιλική φωνή.

Η αλεπού πήρε θάρρος και άρχισε να του μιλά για τη ζωή στο δάσος, τις περιπέτειές της και τη δική του επιβλητική παρουσία. Το λιοντάρι άκουγε προσεκτικά, και έτσι ξεκίνησε μια απρόσμενη φιλία.

Με τον καιρό, η αλεπού κατάλαβε ότι το λιοντάρι δεν ήταν το φοβερό τέρας που νόμιζε. Και το λιοντάρι, από την πλευρά του, βρήκε χαρά στη συντροφιά της αλεπούς.

Το Δίδαγμα του Παραμυθιού:

Τα πράγματα που μας τρομάζουν αρχικά μπορούν να γίνουν λιγότερο φοβερά όταν τα γνωρίσουμε καλύτερα. Η συνήθεια και η κατανόηση μπορούν να εξημερώσουν ακόμα και τους μεγαλύτερους φόβους μας. 

Katerina

Εμπνευσμένο από το μύθο του Αισώπου: Γεωργός και τύχη

Ο Αγρότης και η τύχη


Μια φορά και έναν καιρό,  τα πολύ παλιά τα χρόνια σε μια ηλιόλουστη χώρα μακρινή ζούσε ένας  πολύ ταλαιπωρημένος άνθρωπος.  Το επάγγελμά του ήταν αγρότης και το όνομά του Αριστομένης, κάθε μέρα πάλευε με τη γη, έτσι ώστε να  μπορεί να έχει τα απαραίτητα για την οικογένειά του, είχε τέσσερα παιδιά βλέπετε.  Ήταν ψηλός και απίστευτα εργατικός, προσπαθούσε τα παιδιά του  να έχουν διαφορετική τύχη από εκείνον. 

                                                       

  Εκείνο το φθινόπωρο όμως είχε αρρωστήσει η Μεγάλη η κόρη του η Μυρτώ.  Ο γιατρός είπε πως χρειαζόταν ξεκούραση και καλό φαγητό για να γίνει καλά. Καθώς πήγαινε κάθε μέρα στο χωράφι, για να καταφέρει να εξασφαλίσει όλα εκείνα που θα έκαναν τη Μυρτώ καλά είχε εξαντληθεί αυτός και το άλογό του με αποτέλεσμα να πέσει το άλογο και να σπάσει το πόδι του. Αγανακτισμένος συνέχισε να πηγαίνει κάθε μέρα στο χωράφι και να προσπαθεί να σπείρει το σιτάρι, έτσι ώστε  να σώσει το κορίτσι του.

Ένα πρωινό, σκαλίζοντας την άγρια γη, αντίκρισε κάτι απρόσμενο, κάτι έλαμπε εκεί κάτω από το νοτισμένο χώμα. Βρήκε ένα κιούπι χρυσές λίρες, πόσο τυχερός στάθηκε. Η μοίρα του άλλαξε σε μια στιγμή και από φτωχός βιοπαλαιστής έγινε πλούσιος γαιοκτήμονας. Ο αγρότης αισθάνθηκε απέραντη ευγνωμοσύνη για τη γη. Κάθε μέρα έπλεκε στεφάνι με λουλούδια και στεφάνωνε τη μητέρα γη, αναγνωρίζοντας την ως πηγή της ευημερίας της οικογένειάς του.

«Από εσένα ευεργετήθηκα και σ’ ευχαριστώ» 

ψιθύριζε κάθε μέρα με ευγνωμοσύνη,  αφού άφηνε στη γη  το στεφάνι.

 Η κόρη του Αριστομένη έγινε καλά και η οικογένεια στην αρχή ήταν πολύ ευτυχισμένη. Στην πορεία όμως εκείνος άλλαξε πολύ, σταμάτησε να νοιάζεται τους συγχωριανούς του, έκανε ένα τεράστιο σπίτι με μεγάλο φράχτη έτσι ώστε να μη το βλέπει κανείς και δεν τον ένοιαζε πια τίποτα! Όσο περνούσε ο καιρός χαμογελούσαν και λιγότερο, αγόραζαν περισσότερα υλικά αγαθά και μιλούσαν με λιγότερους ανθρώπους. Ο Αριστομένης γινόταν όλο και πλουσιότερος και αφού δεν βοηθούσε κανέναν η ικανοποίησή του  ήταν ελάχιστη!

‘Έφτασαν στα αυτιά της θεάς τύχης τα νέα, ότι ο Αριστομένης στεφανώνει τη γη, αντί να ευγνωμονεί την τύχη του και να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Η θεά τύχη νευρίασε μαζί του, αποφάσισε να τον επισκεφτεί μεταμφιεσμένη και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Αν φερόταν καλά θα συνέχιζε να τον ευεργετεί, αλλιώς θα έφευγε από κοντά του και θα έπαιρνε τη θέση της η κακοτυχία


 Το επόμενο πρωί κιόλας η θεά τύχη, ντυμένη με ρούχα φτωχικά και κρατώντας μπαστούνι, έφτασε στο αρχοντικό του Αριστομένη. Χτύπησε την πόρτα και του είπε:

 «Διψάω και πεινάω μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε;»

«Όχι» 

απάντησε ο Αριστομένης

«Να πας αλλού να σε βοηθήσουν, να εκεί στους φίλους σου τους φτωχούς, εκείνοι θα σε συμπονήσουν καλύτερα».

Η γριούλα τον κοιτούσε σαστισμένη!

«Πόσο πολύ τον άλλαξε ο ξαφνικός πλούτος, τον τύφλωσε» σκέφτηκε. Στενοχωρήθηκε πολύ που ο Αριστομένης έγινε αλαζόνας και αχάριστος. Τότε πήρε την απόφαση να φύγει από κοντά του και να δώσει τη θέση της στην κακοτυχία.

Εκείνη η μέρα έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του Αριστομένη, ήταν η μέρα που έχασε το κιούπι με τις χρυσές λίρες. Άνοιξε η γη και το κατάπιε, του είπε η γυναίκα του δείχνοντάς του μια τεράστια ρωγμή στο πάτωμα. Αισθάνθηκε πως έχασε ολόκληρη τη ζωή του, έκλαιγε και οδυρόταν και παρακαλούσε τη γη  να του επιστρέψει το χρυσάφι. 

Όταν συνειδητοποίησε ότι η κατάστασή του δεν μπορεί να αλλάξει και πρέπει να συνεχίσει τη ζωή του φτωχός, προσπάθησε να σκεφτεί ποιος από τους φίλους του θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε έναν. 


Τρομαγμένος θυμήθηκε πως και εκείνος δε βοήθησε κανέναν από τους  παλιούς του φίλους που χρειαζόταν βοήθεια, αισθάνθηκε τύψεις και ντροπή για το χαρακτήρα του. Δεν ήξερε τι να κάνει,  μίλησε τότε στην  οικογένειά του για το κακό που τους βρήκε και τη νέα κατάσταση. 

«Καλά να πάθω, ήμουν αγνώμων».

«Αφού καλέ μου πατέρα έδινες κάθε μέρα ένα στεφάνι στη γη, έδειχνες ευγνωμοσύνη».

«Ναι, αλλά έπρεπε να βοηθάω και τους φίλους και τους συγχωριανούς μου, αυτό δεν ήταν αρκετό για την καλή μου τύχη».

«Πατέρα όλοι μαζί θα δουλέψουμε και θα επιβιώσουμε».

Στενοχωριόταν όλο και περισσότερο,  που όταν είχε χρήματα δε βοήθησε κανέναν από τους παλιούς του φίλους και συγχωριανούς. Τα χρήματα τον άλλαξαν, τον έκαναν αλαζόνα και εγωιστή. Τι δε θα έδινε να γυρνούσε τον χρόνο πίσω και να βοηθούσε όλο το χωριό, αλλά αυτό ήταν αδύνατο πλέον. Νόμιζε ότι επειδή βρήκε το πιθάρι με τις λίρες στη γη και κάθε μέρα έδινε ένα στεφάνι με λουλούδια στη γη έδινε την ευγνωμοσύνη του, έτσι αισθανόταν ότι έκαμνε το καθήκον του και ήταν ήσυχος με τη συνείδησή του. Ντρεπόταν και όταν τους έβλεπε χαμήλωνε το κεφάλι του, δεν μπορούσε τώρα που ήταν φτωχός να ζητήσει τη βοήθειά τους.

Εκείνος ο Οκτώβρης ήταν ο πιο δύσκολος της ζωής τους, τα χωράφια δεν μπορούσε να τα σπείρει, αφού δεν είχε ζώα, προσπαθούσε με τα χέρια του αλλά ήταν αδύνατο, σπόρους δεν είχε και έτσι έβγαλε το σπίτι του προς πώληση. Το αποφάσισε, θα πήγαινε στην πόλη εργάτης στο εργοστάσιο για να μπορεί να επιβιώσει με την οικογένειά του. Φοβόταν μήπως αρρωστήσει και πάλι το κοριτσάκι του. Όταν έμαθαν οι παλιοί φίλοι και συγχωριανοί για την κατάστασή του, έσπευσαν όλοι να βοηθήσουν, άλλος έφερε σπόρους, άλλος άλογο, άλλος άροτρο και έτσι σπάρθηκαν όλα τα χωράφια του Αριστομένη. Εκείνος δε σταμάτησε να τους ευχαριστεί και να τους ζητάει συγνώμη. Ο Αριστομένης άλλαξε πραγματικά προσπαθούσε να βοηθάει όποιον είχε ανάγκη και μετάνιωσε για τον προηγούμενο χαρακτήρα του.

Η θεά τύχη τον επισκέφθηκε πάλι παριστάνοντας μια ζητιάνα, την πήρε μέσα στο σπίτι, της πρόσφερε την καλύτερη φιλοξενία και εκείνη ευχαριστήθηκε πολύ για την αλλαγή του.

«Τι γνώμη έχεις για την τύχη και τη ζωή σου;»

«Ευλογώ την τύχη μου, γιατί μου έδωσε τόσο καλή οικογένεια, έκανε καλά το κοριτσάκι μου και με έβαλε κοντά σε τόσο καλούς φίλους και συγχωριανούς».

Η θεά τύχη κατάλαβε ότι ο Αριστομένης είχε μετανιώσει και είχε καταλάβει πραγματικά τι έχει σημασία για τη ζωή και αποφάσισε να του δώσει πίσω το πιθάρι με τις λίρες.

Όταν ο Αριστομένης είδε τη γη ανοιγμένη και το πιθάρι με τις λίρες και πάλι στην επιφάνεια, ευχαρίστησε την καλή του τύχη και υποσχέθηκε να βοηθάει όποιον έχει ανάγκη και βρεθεί στην πόρτα του. Γκρέμισε τον τοίχο που είχε υψώσει στον κήπο, άνοιξε την αυλή να παίζουν παιδιά και κάτω από την ανθισμένη κερασιά έστρωσε ένα τεράστιο τραπέζι για όλους.


Ηθικά διδάγματα από τον μύθο

Η ευτυχία δεν μετριέται σε όρους πλούτου

Ο Αριστομένης πίστευε ότι ο πλούτος θα τον έκανε ευτυχισμένο, αλλά έμαθε ότι η αληθινή ευτυχία έρχεται από την οικογένεια, τους φίλους και την ευγνωμοσύνη.

Η αλαζονεία και ο εγωισμός δεν οδηγούν στην ευτυχία

Όταν ο Αριστομένης έγινε πλούσιος, έγινε αλαζόνας και εγωιστής, αγνοώντας τους γύρω του. Η αλλαγή του χαρακτήρα του τον απομάκρυνε από την ευτυχία.

Η ευγνωμοσύνη είναι απαραίτητη:

·         Ο Αριστομένης ξέχασε να είναι ευγνώμων για ό,τι είχε, εστιάζοντας μόνο σε ό,τι ήθελε. Η απώλεια του πλούτου τον έκανε να συνειδητοποιήσει πόσα είχε να ευχαριστεί.

Η μετάνοια και η αλλαγή είναι πάντα δυνατές:

  Ο Αριστομένης μετάνιωσε για την κακή του συμπεριφορά και άλλαξε προς το καλύτερο. Η αλλαγή του τον έκανε πιο ευτυχισμένο και αγαπητό.

Η αλληλεγγύη και η προσφορά φέρνουν χαρά:

           Ο Αριστομένης έμαθε ότι η αλληλεγγύη και η προσφορά στους άλλους φέρνουν χαρά και ικανοποίηση.

Η τύχη μπορεί να αλλάξει:

        Ο Αριστομένης βίωσε μια ξαφνική αλλαγή στην τύχη του. Η ιστορία μας υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και πρέπει να εκτιμούμε ό,τι έχουμε.

Η ζωή είναι γεμάτη μαθήματα:

·         Ο Αριστομένης έμαθε πολλά από τις εμπειρίες του, τόσο καλές όσο και κακές. Η ιστορία μας καλεί να είμαστε ανοιχτοί στα μαθήματα που μας προσφέρει η ζωή.


Μύθος του Αισώπου: "Ο φιλάργυρος και ο χαμένος θησαυρός"

 Ή αλλιώς "Η  ματαιότητα του πλούτου"

              (Η εικόνα έγινε με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Μια φορά και έναν καιρό σε μια λαμπερή χώρα ζούσε ένας άνθρωπος μόνος. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φιλάργυρος, του άρεσε δηλαδή να μαζεύει χρήματα και όσο περνούσε ο καιρός, η μόνη του χαρά ήταν να βλέπει τα χρήματά του. Αυτό ήταν σαν ασθένεια, όλο και περισσότερο απολάμβανε να βλέπει τα χρήματά του και τόσο λιγότερο χαιρόταν τη ζωή και τους ανθρώπους στον τόπο του. Κάποιοι άνθρωποι γύρω του είχαν ανάγκη από βοήθεια, εκείνος όμως ήταν σκληρός και δε βοηθούσε κανέναν, μόνο τα χρήματά του τον ένοιαζαν. Ήταν η μόνη πηγή χαράς για εκείνον. Ήθελε όλο και περισσότερα, έτσι αποφάσισε να πουλήσει το μεγάλο σπίτι του και να ζήσει σε ένα πολύ μικρό.

"Τί να το κάνω το μεγάλο σπίτι, μόνος μου ζω".

Επίσης, αποφάσισε να πουλήσει τα κτήματά του, γιατί πλέον δεν έβγαζαν αρκετά και να κάνει όλα τα χρήματά του χρυσάφι. Έτσι και έγινε, μετέτρεψε όλη την περιουσία του σε χρυσάφι.

(Η εικόνα έγινε με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Για να μη του κλέψουν οι κλέφτες το χρυσάφι από το σπίτι, σκέφτηκε να τον κρύψει σ’ ένα τείχος  που ήταν μακριά στην άκρη του χωριού. Κάθε μέρα πήγαινε στο τείχος, άνοιγε τις πέτρες  και καμάρωνε το χρυσάφι του. Εκεί κοντά άρχισε η οικοδόμηση ενός σπιτιού και δούλευαν εργάτες . Ένας εργάτης έβλεπε κάθε μέρα τον φιλάργυρο να πηγαίνει στον τοίχο και υποψιάστηκε ότι κάτι έχει εκεί.

«Τι να κάνει άραγε κάθε μέρα εκεί ο άνθρωπος αυτός» αναρωτήθηκε.

Τον παρακολούθησε, είδε τον χρυσό και την κρυψώνα και όταν έφυγε ο φιλάργυρος  έκλεψε τον χρυσό και εξαφανίστηκε.
Την επόμενη μέρα όταν πήγε ο φιλάργυρος να ψάξει στην κρυψώνα του για το χρυσό, αλλά μάταια. Έκλαιγε και παραμιλούσε στο δρόμο:

           (Η εικόνα έγινε με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

«Τι θα κάνω τώρα, δεν έχει πια νόημα η ζωή μου».

«Λαμπερό μου χρυσάφι που είσαι;»

Τον άκουσε τότε ο γέροντας του χωριού και έτρεξε κοντά του, να του συμπαρασταθεί και να τον βοηθήσει.

«Τι σου συμβαίνει» τον ρώτησε.

«Όλη μου τη ζωή δούλευα, έκανα την περιουσία χρυσάφι, το έκρυψα στο τείχος και τώρα δεν είναι εκεί».

Τότε ο σοφός γέρος του απάντησε:

 «Μη στενοχωριέσαι, γιατί εκεί που είχες τον χρυσό δε χρησίμευε για τίποτα άλλο παρά για πέτρα».


  Ηθικά διδάγματα από τον μύθο "Ο Φιλάργυρος και ο χαμένος θησαυρός"

Ο πλούτος δε φέρνει ευτυχία.

Η εμμονή με τον πλούτο μπορεί να οδηγήσει σε τυφλότητα και αλαζονεία.

Ο πλούτος δεν έχει αξία αν δε χρησιμοποιείται για το καλό και δε μοιράζεται.

Η αναγνώριση των αδυναμιών μας είναι το πρώτο βήμα για την εξέλιξη.

Η μετάνοια μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή και εξέλιξη.

 Η σημασία του μέτρου, ούτε η πλήρη αφιέρωση στον πλούτο αλλά ούτε η πλήρη αδιαφορία για τα υλικά αγαθά είναι ιδανική.

Όλοι κάνουν λάθη και αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία.



Συζήτηση με τα  παιδιά:

Για τα ηθικά διδάγματα του μύθου.

Για τα συναισθήματα που ένοιωσαν για καθέναν από τους ήρωες.



Προεκτάσεις

Μπορούν να πουν, να ζωγραφίσουν ή να γράψουν τη δική τους ιστορία, που θα είναι εμπνευσμένη από τον μύθο.

Μπορούν να παίξουν το μύθο ως θεατρικό παιχνίδι σε ομάδες.



All rights reserved©Aridaiaplace


Δημοφιλείς αναρτήσεις

Ευχαριστούμε για την επίσκεψη ❤️

Ευχαριστούμε για το χρόνο που αφιερώσατε να αφήσετε ένα μήνυμα! Μας αρέσει να διαβάζουμε τα σχόλιά σας. Θα προσπαθούμε πάντα να ανταποδίδουμε την επίσκεψή σας. Όλες οι εικόνες καθώς και οι αφηγήσεις έχουν πνευματικά δικαιώματα που ανήκουν στον δημιουργό και προστατεύονται από διεθνείς και εθνικούς νόμους. Αν αναγνωρίσετε τον εαυτό σας σε κάποια φωτογραφία και δε θέλετε παρακαλούμε ενημερώστε μας να την κατεβάσουμε. Για οτιδήποτε θέλετε να αναπαραγάγετε μπορείτε να επικοινωνήσετε.