Translate

All rights reserved

Ιστορίες, σκέψεις και Παραμύθια για μεγάλους και μικρούς
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

The Magic of Friendship and Learning/Η μαγεία της φιλίας και της μάθησης

The Magic of Friendship and Learning

Once upon a time, in a small village surrounded by green hills, lived two best friends, Leo the fox and Mia the rabbit.

 They were always together, playing in the meadows and exploring the forest. But there was one thing that made them different—Leo was quick and clever, while Mia loved to learn and ask questions about everything.

One day, an old owl named Professor Oliver arrived in the village. "Knowledge is the greatest treasure," he told the young animals. Curious, Mia eagerly listened to his stories, but Leo wasn't interested. "Why do we need to learn when we can run and play?" he asked.

That evening, a heavy storm shook the forest, and the river overflowed, trapping the village animals on one side. The only way to safety was across an old bridge, but its wooden planks were loose and dangerous. The villagers were scared—no one knew how to fix it.

Mia remembered a lesson from Professor Oliver about building strong bridges. She quickly explained how to tie the wood together with vines. "We can do this if we work as a team!" she said. Leo, using his speed and agility, helped gather the materials. Together, with the help of their friends, they rebuilt the bridge and safely crossed to the other side.

The next day, Leo turned to Mia and smiled.

 "I was wrong, Mia. Learning is important, and so is friendship. We saved everyone because we worked together!"

From that day on, the two friends not only played together but also learned together, understanding that knowledge and teamwork make them stronger. And so, the village flourished, filled with curious minds and unbreakable friendships.Moral of the story: Friendship and learning go hand in hand. When we help each other and seek knowledge, we can overcome any challenge!

Η Μαγεία της Φιλίας και της Μάθησης

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό περιτριγυρισμένο από πράσινους λόφους, ζούσαν δύο αχώριστοι φίλοι, ο Λέων η αλεπού και η Μία το κουνέλι. Τους άρεσε να περνούν μαζί τις μέρες τους, παίζοντας στα λιβάδια και εξερευνώντας το δάσος. Όμως, υπήρχε ένα στοιχείο που τους έκανε διαφορετικούς — ο Λέων ήταν γρήγορος και έξυπνος, ενώ η Μία λάτρευε να μαθαίνει και να ρωτάει για τα πάντα.

Μια μέρα, ένας ηλικιωμένος κουκουβάγιας, με το όνομα Καθηγητής Όλιβερ, έφτασε στο χωριό. «Η γνώση είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός», είπε στα νεαρά ζώα. Η Μία, γεμάτη περιέργεια, άκουγε με προθυμία τις ιστορίες του, ενώ ο Λέων δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Γιατί πρέπει να μαθαίνουμε, όταν μπορούμε να τρέχουμε και να παίζουμε;» ρώτησε.

Το βράδυ, μια ισχυρή καταιγίδα σείσε το δάσος και ο ποταμός ξεχείλισε, παγιδεύοντας τα ζώα του χωριού σε μία πλευρά. Ο μόνος τρόπος για να φτάσουν σε ασφαλές μέρος ήταν να περάσουν από μια παλιά γέφυρα, αλλά τα ξύλινα της πέλματα ήταν χαλαρά και επικίνδυνα. Οι κάτοικοι του χωριού έμειναν φοβισμένοι — κανείς δεν ήξερε πώς να την επισκευάσει.

Η Μία θυμήθηκε ένα μάθημα του Καθηγητή Όλιβερ για το πώς να κατασκευάζονται ανθεκτικές γέφυρες.

 Γρήγορα εξήγησε πώς μπορούσαν να δέσουν τα ξύλα με κλήματα. «Μπορούμε να το πετύχουμε αν εργαστούμε ομαδικά!» είπε. 

Ο Λέων, χρησιμοποιώντας την ταχύτητα και την ευκινησία του, βοήθησε να μαζέψουν τα υλικά. Μαζί, με τη βοήθεια και των φίλων τους, ανακατασκεύασαν τη γέφυρα και πέρασαν με ασφάλεια στην άλλη πλευρά.

Την επόμενη μέρα, ο Λέων κοίταξε τη Μία και χαμογέλασε.
«Έκανα λάθος, Μία. Η μάθηση είναι σημαντική, όπως και η φιλία. Σωθήκαμε γιατί συνεργαστήκαμε!»
Από εκείνη την ημέρα, οι δύο φίλοι όχι μόνο έπαιζαν μαζί, αλλά έμαθαν και μαζί, κατανοώντας ότι η γνώση και η ομαδική δουλειά τους κάνουν πιο δυνατούς. Έτσι, το χωριό άνθισε, γεμάτο από  μυαλά που εξέφραζαν περιέργεια και αδιάσπαστες φιλίες.

Μήνυμα της ιστορίας:
Η φιλία και η μάθηση πηγαίνουν χέρι-χέρι.
 Όταν βοηθάμε ο ένας τον άλλο και αναζητούμε τη γνώση, μπορούμε να ξεπεράσουμε κάθε πρόκληση!
Η γνώση είναι δύναμη!

©Katerina

The Girl and the Lost Dreams

The Girl and the Lost Dreams



Once upon a time, in a small village nestled on the slopes of a lush green hill, lived a girl named Hope. The stone-built houses stood amphitheatrically, offering a breathtaking panoramic view of the landscape. The villagers, deeply rooted in tradition, lived a peaceful life, cultivating the land and tending to their animals.
Hope had eyes that sparkled like stars and a limitless imagination. She spent all day reading books and studying maps. When she gazed at the night sky, she saw constellations forming magical creatures and mysterious lands. She dreamed of becoming an explorer, of studying and making discoveries, of traveling to distant islands and uncovering lost treasures.
But the villagers mocked her dreams, so she stopped sharing them. She spent long nights lost in thought, keeping her dreams to herself, saddened by the teasing and ridicule. She had made a promise to never give up on them.
The only person who truly understood her was her grandfather, an old sailor who told her stories of distant islands and sea adventures. He always told her:
"Dreams are like seeds; they need care to bloom."
"You need to be more realistic."
"Don't waste your time dreaming," they told her.
Moral of the Story:
But as Hope grew older, life filled with obligations, and her grandfather passed away. The voices of the adults convinced her that her dreams were nothing more than childish fantasies.
With a heavy heart, she locked her dreams away in an old chest in the attic.
Years passed, and though Hope lived a good life, she felt an emptiness inside her. She missed her dreams, which once filled her with joy.
One day, while cleaning the attic, she opened the chest. A ray of sunlight fell upon an old map she had drawn as a child. It depicted an island filled with palm trees, home to rare creatures and hidden natural treasures.
That map rekindled the fire of her imagination. She remembered all her dreams and realized she couldn’t let them fade away. She began learning everything she could about the places she wanted to explore.
At first, the obstacles seemed insurmountable. She had no money for a journey, but she refused to give up. She worked extra hours, saved every penny, and carefully planned her trip. The more she prepared, the more her excitement grew.
Finally, the day arrived.


Hope set foot on the island of her dreams, and it was even more magical than she had ever imagined. She had never felt such joy and excitement in her life. Although she didn’t find any lost treasure, she discovered something even more valuable: the happiness that comes from making our dreams a reality.


Our dreams are like seeds. 
If we plant them with love and care, they will bloom and bear fruit, filling our lives with joy and meaning.
Το Κορίτσι και τα Χαμένα Όνειρα

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό που απλωνόταν  στις πλαγιές ενός καταπράσινου λόφου, ζούσε η Ελπίδα. Τα σπίτια από πέτρα ήταν χτισμένα αμφιθεατρικά, προσφέροντας μια πανοραμική θέα στο τοπίο. Οι κάτοικοι, με τις ρίζες τους βαθιά φυτεμένες στην παράδοση, ζούσαν μια ήρεμη ζωή, καλλιεργώντας τη γη και φροντίζοντας τα ζώα τους. Η Ελπίδα ήταν ένα κορίτσι με μάτια που έλαμπαν σαν αστέρια και μια φαντασία που δεν είχε όρια, όλοι μέρα διάβαζε βιβλία και μελετούσε χάρτες. Όταν κοιτούσε τον ουρανό, έβλεπε αστερισμούς που σχημάτιζαν μαγικά ζώα και μυστηριώδεις χώρες. Ονειρευόταν να γίνει εξερευνήτρια, να σπουδάσει και να κάνει ανακαλύψεις, να ταξιδέψει σε μακρινά νησιά και να ανακαλύψει χαμένους θησαυρούς. Οι συγχωριανοί την κορόιδευαν για τα όνειρά της και έτσι σταμάτησε να τα λέει. Χανόταν στις σκέψεις της μόνη τη νύχτα και δεν έλεγε τα όνειρά της σε κανέναν γιατί στενοχωριόταν με τα πειράγματα και τις κοροϊδίες τους, είχε αποφασίσει να μη παρατήσει ποτέ τα όνειρά της.

Ο μοναδικός που την καταλάβαινε ήταν ο παππούς της, ένας γέρος ναυτικός που της διηγούνταν ιστορίες για μακρινά νησιά και θαλασσινές περιπέτειες. Ο παππούς της, της έλεγε πάντα:

 "Τα όνειρα είναι σαν τους σπόρους, χρειάζονται φροντίδα για να ανθίσουν

Αλλά καθώς μεγάλωνε, η ζωή της γέμισε με υποχρεώσεις και ο παππούς της πέθανε. Οι φωνές των μεγαλύτερων την έπειθαν πως τα όνειρά της ήταν απλά παιδικά παραμύθια.

 "Πρέπει να είσαι πιο ρεαλίστρια,"

 «Μη σπαταλάς την ώρα σου στα όνειρα» της έλεγαν.

Έτσι, με βαριά καρδιά, έκρυψε τα όνειρά της σε ένα παλιό σεντούκι στο πατάρι.

Πέρασαν χρόνια και η Ελπίδα, αν και είχε μια καλή ζωή, ένιωθε ένα κενό μέσα της. Της έλειπαν τα όνειρά της, που κάποτε τη γέμιζαν με χαρά. Μια μέρα, αποφάσισε να καθαρίσει το πατάρι. Όταν άνοιξε το σεντούκι, μια αχτίδα ηλίου έπεσε πάνω σε ένα παλιό χάρτη που είχε σχεδιάσει. Ήταν ένας χάρτης που έδειχνε ένα νησί με φοίνικες, όπου ζούσαν σπάνια  πλάσματα και κρυμμένοι φυσικοί θησαυροί.

Αυτός ο χάρτης ήταν η σπίθα που ανάπτυξε ξανά τη φλόγα της φαντασίας της. Θυμήθηκε όλα τα όνειρά της και αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να τα αφήσει να χαθούν. Ξεκίνησε να μαθαίνει όσα περισσότερα μπορούσε για τα μέρη που ήθελε να επισκεφτεί και να ανακαλύψει.

Στην αρχή, τα εμπόδια φάνηκαν αξεπέραστα. Δεν είχε τα χρήματα για ένα ταξίδι, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Συνέλεξε χρήματα δουλεύοντας επιπλέον ώρες και σχεδιάζοντας προσεκτικά το ταξίδι της. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν και το σχεδίαζε τόσο ο ενθουσιασμός της μεγάλωνε.

Τελικά, η μέρα έφτασε.

 Η Ελπίδα βρέθηκε στο νησί των ονείρων της και ήταν ακόμα πιο μαγευτικό από όσο είχε φανταστεί. Τέτοια χαρά και ενθουσιασμό δεν είχε νοιώσει ποτέ στη ζωή της. Αν και δεν βρήκε κανένα χαμένο θησαυρό, βρήκε κάτι πολύ πιο πολύτιμο: την ευτυχία που έρχεται από την πραγματοποίηση των ονείρων μας.

Ηθικό δίδαγμα:

Τα όνειρά μας είναι σαν τους σπόρους. 

Αν τους φυτέψουμε με αγάπη και φροντίδα, θα ανθίσουν και θα μας δώσουν καρπούς που θα γεμίσουν τη ζωή μας με χαρά και νόημα.

© Katerina  

The Fox and the Mighty Lion/Η Αλεπού και το Μεγάλο Λιοντάρι

The Fox and the Mighty Lion

A fairy tale inspired by Aesop's fables!

Once upon a time, in a faraway forest, there lived a small fox with shiny orange fur and clever eyes. She was known for her curiosity but also for her cautious nature. Her life was full of little adventures until one day, she encountered something she had never seen before: the Mighty Lion of the forest.

The lion was truly majestic, with his golden mane shimmering in the sunlight. The fox saw him from afar, and her heart raced with fear. She hid behind a bush, trembling. "What a terrifying creature!" she thought. She stayed still for a long time until the lion finally walked away.

In the following days, the fox couldn’t stop thinking about the lion. "It’s so big and scary. I hope I never see it again!" she muttered. But the forest was vast, and the chances of meeting him again were not slim.

Indeed, a few days later, the fox found herself face-to-face with the lion once more. This time, however, she stood a little closer. Yes, she was still scared, but not as much as before. She stayed hidden and observed the lion. It didn’t seem angry or dangerous; it was simply drinking water from the river.

"Maybe it’s not as terrifying as I thought," the fox whispered to herself.

The third time she met the lion, the fox had grown used to its presence. Instead of hiding, she slowly and carefully approached it. The lion looked at her but didn’t react aggressively.

"Good morning," said the fox in a trembling voice.

The lion gazed at her with curiosity. "Good morning, little fox," it replied in a deep but friendly voice.

The fox gained confidence and started talking to the lion about life in the forest, her adventures, and his imposing presence. The lion listened intently, and so began an unexpected friendship.

Over time, the fox realized that the lion wasn’t the terrifying beast she had imagined. And the lion, in turn, found joy in the fox’s companionship.

The Moral of the Story:

Things that frighten us at first can become less scary when we get to know them better. Habit and understanding can tame even our greatest fears.

Katerina

Ένα παραμύθι εμπνευσμένο από το μύθο του Αισώπου.

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό δάσος, ζούσε μια μικρή αλεπού με γυαλιστερό, πορτοκαλί τρίχωμα και έξυπνα μάτια. Ήταν γνωστή για την περιέργειά της, αλλά και για την παρατηρητικότητά της. Η ζωή της ήταν γεμάτη από μικρές περιπέτειες, ώσπου μια μέρα συνάντησε κάτι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ: το Μεγάλο Λιοντάρι του δάσους.

Το λιοντάρι ήταν πραγματικά επιβλητικό, με τη χρυσή του χαίτη να γυαλίζει στον ήλιο. Η αλεπού το είδε από μακριά, και η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή. Κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο και παρακολουθούσε με τρόμο. "Τι φοβερό πλάσμα!" σκέφτηκε. Έμεινε ακίνητη για πολλή ώρα, ώσπου το λιοντάρι έφυγε.

Τις επόμενες μέρες, η αλεπού δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται το λιοντάρι. "Είναι τόσο μεγάλο και τρομακτικό. Μακάρι να μην το ξαναδώ ποτέ!" μονολογούσε. Όμως, το δάσος ήταν μεγάλο, και οι πιθανότητες να ξανασυναντηθούν δεν ήταν μικρές.

Πράγματι, λίγες μέρες αργότερα, η αλεπού βρέθηκε και πάλι μπροστά στο λιοντάρι. Αυτή τη φορά, όμως, στάθηκε λίγο πιο κοντά. Ναι, ήταν ακόμα φοβισμένη, αλλά όχι τόσο όσο την πρώτη φορά. Έμεινε εκεί, κρυμμένη, και το παρατήρησε. Το λιοντάρι δεν έδειχνε θυμωμένο ή επικίνδυνο. Απλώς έπινε νερό από το ποτάμι.

"Ίσως δεν είναι τόσο φοβερό όσο νόμιζα," σκέφτηκε η αλεπού.

Την τρίτη φορά που συνάντησε το λιοντάρι, η αλεπού είχε πια συνηθίσει την παρουσία του. Αντί να κρυφτεί, πλησίασε αργά και προσεκτικά. Το λιοντάρι την κοίταξε, αλλά δεν αντέδρασε επιθετικά.

"Καλημέρα," είπε η αλεπού με τρεμάμενη φωνή.

Το λιοντάρι την κοίταξε με περιέργεια. "Καλημέρα, μικρή αλεπού," απάντησε με μια βαθιά, αλλά φιλική φωνή.

Η αλεπού πήρε θάρρος και άρχισε να του μιλά για τη ζωή στο δάσος, τις περιπέτειές της και τη δική του επιβλητική παρουσία. Το λιοντάρι άκουγε προσεκτικά, και έτσι ξεκίνησε μια απρόσμενη φιλία.

Με τον καιρό, η αλεπού κατάλαβε ότι το λιοντάρι δεν ήταν το φοβερό τέρας που νόμιζε. Και το λιοντάρι, από την πλευρά του, βρήκε χαρά στη συντροφιά της αλεπούς.

Το Δίδαγμα του Παραμυθιού:

Τα πράγματα που μας τρομάζουν αρχικά μπορούν να γίνουν λιγότερο φοβερά όταν τα γνωρίσουμε καλύτερα. Η συνήθεια και η κατανόηση μπορούν να εξημερώσουν ακόμα και τους μεγαλύτερους φόβους μας. 

Katerina

Christmas, waiting for the miracle


Traditional Christmas in Aridaia

Σύνδεση με το Friday Face OFF (FFO)

In a small mountain village, nestled on the slopes of Mount Voras, lived little Maria. The village was picturesque, with stone houses and narrow paths. In winter, the snow blanketed it like a magical veil, transforming it into a white, silent paradise. It was Maria’s favorite season. Together with the other children of the village, she built snowmen, played snowball fights, and eagerly awaited Santa Claus to bring gifts.

  One year, however, everything changed. The world was engulfed in the turmoil of war. News of battles, fear, and loss reached the small village. The men left for the front lines, the houses grew dark, and families stayed indoors, finding solace in their dwindling supplies and the warmth of their fireplaces.
Maria, though young, understood that something serious was happening. The cheerful voices of the children were silenced, and the village was shrouded in stillness. One evening, as she gazed out of the window at the snowy landscape, she picked up the old laptop her father had given her before he left. She opened her diary and wrote:

“Dear Santa, please come this year too. We need a little magic, a little hope.”

As she closed the laptop, an idea struck her. If Santa Claus couldn’t bring gifts, perhaps the children of the village could become his little helpers!

The next day, Maria invited the children of the village to her house. At first, they came hesitantly, each bringing small things they could share: old buttons, colorful ribbons, scraps of fabric. Together, they began making little gifts – crafts, drawings, and small knitted items. The gifts were meant for the children of the neighboring village, who had suffered even more because of the war.

Christmas Eve arrived. The village was silent, without festive lights or cheerful voices. But in Maria’s house, the children were gathered, tying the final packages. Inside each gift, they placed a small wish written on paper: “Never lose hope.”

That evening, Maria sat by her window, gazing at the starry sky. In her heart, she wished for something magical to happen.

Suddenly, she heard a sound outside her house. She opened the door and saw a man in a red coat with a large sack over his shoulder. He didn’t look exactly like the Santa Claus she had imagined – he seemed tired, but his eyes sparkled with kindness.

“Are you Maria?” he asked. She nodded.

“I came to bring you something, but also to take your gifts to the neighboring village. You’ve done something wonderful, my dear,” he said with a warm smile.

The man opened his sack. Inside were small parcels: warm hats, socks, and a letter. The letter was addressed to Maria and read:

“Maria, thank you. Your act has given us courage. Together, we can make the world a better place.Know that the war will end in a few days, and you will have peace for a long time.  Keep writing and sharing your hope. ”

That night, Maria went to sleep with a warm feeling in her heart. She knew that even in the darkest moments, love and solidarity always find a way to shine.

Χριστούγεννα περιμένοντας το θαύμα

Σ' ένα μικρό ορεινό χωριό, κρυμμένο στις πλαγιές του όρους Βόρρας, ζούσε η μικρή Μαρία. Το χωριό ήταν γραφικό, με πέτρινα σπίτια και στενά μονοπάτια. Τον χειμώνα, το χιόνι το σκέπαζε σαν μαγικό πέπλο, μεταμορφώνοντάς το σε έναν λευκό, σιωπηλό παράδεισο. Ήταν η εποχή που η Μαρία αγαπούσε περισσότερο. Μαζί με τα άλλα παιδιά του χωριού έφτιαχναν χιονάνθρωπους, έπαιζαν με χιονόμπαλες και περίμεναν με ανυπομονησία τον Άγιο Βασίλη να φέρει δώρα.

Μια χρονιά, όμως, όλα άλλαξαν. Ο κόσμος βυθίστηκε στη δίνη του πολέμου. Ειδήσεις για μάχες, φόβο και απώλειες έφτασαν στο μικρό χωριό. Οι άντρες έφυγαν για το μέτωπο, τα σπίτια σκοτείνιασαν, και οι οικογένειες κλείστηκαν μέσα, βρίσκοντας παρηγοριά στις λιγοστές προμήθειες και τη ζεστασιά των τζακιών.

Η Μαρία, αν και μικρή, καταλάβαινε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Οι χαρούμενες φωνές των παιδιών σίγησαν, και το χωριό βυθίστηκε σε σιωπή. Ένα βράδυ, καθώς κοιτούσε από το παράθυρο το χιονισμένο τοπίο, έπιασε στα χέρια της τον παλιό φορητό υπολογιστή που της είχε χαρίσει ο μπαμπάς της πριν φύγει. Άνοιξε το ημερολόγιό της και έγραψε:

«Άγιε Βασίλη, σε παρακαλώ, έλα και φέτος. Χρειαζόμαστε λίγη μαγεία, λίγη ελπίδα».

Καθώς έκλεινε τον υπολογιστή, της ήρθε μια ιδέα. Αν ο Άγιος Βασίλης δεν μπορούσε να φέρει δώρα, ίσως τα παιδιά του χωριού να μπορούσαν να γίνουν οι μικροί βοηθοί του!

Την επόμενη μέρα, η Μαρία κάλεσε τα παιδιά του χωριού στο σπίτι της. Στην αρχή, διστακτικά, έφτασαν ένα-ένα, κρατώντας μικρά πράγματα που μπορούσαν να μοιραστούν: παλιά κουμπιά, χρωματιστές κορδέλες, κομμάτια από υφάσματα. Μαζί άρχισαν να φτιάχνουν μικρά δώρα – χειροτεχνίες, ζωγραφιές, και μικρά πλεκτά. Τα δώρα προορίζονταν για τα παιδιά του διπλανού χωριού, που είχαν πληγεί περισσότερο από τον πόλεμο.

Η παραμονή των Χριστουγέννων έφτασε. Το χωριό ήταν βουβό, χωρίς γιορτινά φώτα ή χαρούμενες φωνές. Όμως, στο σπίτι της Μαρίας, τα παιδιά είχαν συγκεντρωθεί για να δέσουν τα τελευταία πακέτα. Μέσα σε κάθε δώρο είχαν τοποθετήσει μια μικρή ευχή, γραμμένη σε χαρτί: 

«Να μην χάσεις ποτέ την ελπίδα σου».

Το βράδυ, η Μαρία κάθισε στο παράθυρό της και κοίταξε τον έναστρο ουρανό. Μέσα της ευχόταν να συμβεί κάτι μαγικό.

Ξαφνικά, άκουσε έναν ήχο έξω από το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε έναν άντρα με κόκκινο παλτό και έναν μεγάλο σάκο στον ώμο. Δεν ήταν όπως φανταζόταν τον Άγιο Βασίλη – έμοιαζε κουρασμένος, αλλά τα μάτια του έλαμπαν από καλοσύνη.

«Είσαι η Μαρία;» τη ρώτησε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά.

«Ήρθα να σου φέρω κάτι, αλλά και να πάρω μαζί μου τα δώρα σας για το διπλανό χωριό. Έκανες κάτι υπέροχο, μικρή μου», είπε με ένα ζεστό χαμόγελο.

Ο άντρας άνοιξε τον σάκο του. Μέσα του υπήρχαν μικρά δέματα: ζεστά σκουφάκια, κάλτσες, και ένα γράμμα. Το γράμμα απευθυνόταν στη Μαρία και έγραφε:

«Μαρία, σε ευχαριστώ.

 Η πράξη σου μας έδωσε κουράγιο. Μαζί μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο. Συνέχισε να γράφεις και να μοιράζεσαι την ελπίδα σου».

Εκείνο το βράδυ, η Μαρία κοιμήθηκε με μια ζεστή αίσθηση στην καρδιά της. Ήξερε ότι ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές, η αγάπη και η αλληλεγγύη βρίσκουν πάντα τρόπο να λάμψουν.

All rights reserved© Katerina


Το μικρό αστεράκι της Ελπίδας

 Ένα παραμύθι για το φως μέσα στην αγάπη και τη δύναμη της ενσυναίσθησης.

Το μικρό αστεράκι της Ελπίδας
(Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Ένα παραμύθι για τη δύναμη της αγάπης, της καλοσύνης, της ενσυναίσθησης, της  ανδρείας, της  αυτοθυσίας, για τη σημασία του να κυνηγάς τα όνειρά σου, ακόμα κι αν είναι επικίνδυνα. Τα παιδιά στο παραμύθι συμβολίζουν την αθωότητα και την ελπίδα, η καταιγίδα τις δυσκολίες της ζωής, η πράξη του μικρού αστεριού συμβολίζει τη δύναμη της αγάπης και της συμπόνιας έτσι ώστε να ξεπεραστούν οι δυσκολίες της ζωής. Ακόμη και σε περιόδους δυσκολιών μπορούμε να βρούμε τη δύναμη της αγάπης, να ελπίζουμε και να συνεχίζουμε. Επίσης είναι ένα παραμύθι  για τη σημασία της κατανόησης του κόσμου γύρω μας.

    (Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Μία φορά κι έναν καιρό πολύ ψηλά στον ουρανό ήταν ένα μικρό αστεράκι, όταν είχε καθαρό καιρό τις  νύχτες κοίταζε κάτω στη γη και ζήλευε τα παιδιά που μπορούσαν να παίζουν μεταξύ τους.

     (Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)
Μια νύχτα που δεν είχε ούτε ένα συννεφάκι ο ουρανός, κοιτάζοντας κάτω καλύτερα τη γη, διέκρινε τη γαλήνια θάλασσα και μαγεύτηκε  από την ομορφιά της.   Παρατηρώντας καλύτερα, είδε στη θάλασσα κάτι μικρά λιλιπούτια  φωτάκια, που πότε πήγαιναν, πότε ερχόντουσαν προς τη στεριά και πότε άναβαν και έσβηναν.
     (Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Το αστεράκι προσπαθούσε να καταλάβει τι μπορεί να ήταν αυτά τα μικρά φώτα που έβλεπε από εκεί ψηλά.

«Μήπως είναι αστέρια σαν και εμένα;»

«Μήπως είναι νησάκια;»

«Σίγουρα δεν είναι άνθρωποι γιατί είναι πολύ μεγάλα».

Τον έτρωγε η αγωνία. Ένα βράδυ κατέβηκε λίγο πιο κάτω και διέκρινε ότι ήταν πλοία. Αντί όμως να ησυχάσει που του λύθηκε η απορία και έμαθε τι ήταν τα φωτάκια, του δημιουργήθηκαν άλλες μεγαλύτερες απορίες που κάθε μέρα γίνονταν όλο και μεγαλύτερες.

 (Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

«Γιατί τα πλοία αυτά ταξιδεύουν μόνο νύχτα;»

«Τι κουβαλάνε γιατί πηγαινοέρχονται;’

«Τι αφήνουν εκεί στις έρημες ακρογιαλιές;»

Τις μέρες δεν τα έβλεπε καθόλου.

Τότε πήρε την μεγάλη απόφαση και όσο κι αν προσπαθούσε ο λογικός εαυτός του να πείσει αυτόν που είχε τις παρορμήσεις να μη πάει, δεν τα κατάφερνε.

Έτσι μια νύχτα που η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη, κατέβηκε σιγά σιγά χαμηλά.

Εκείνη τη νύχτα είχε συννεφιά και προσπαθώντας να δει κατέβαινε όλο και πιο κάτω, η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη και οι αστραπές έπεφταν εκκωφαντικά  δίπλα του, αλλά εκείνο δεν το τρόμαζε τίποτα. Σε λίγη ώρα θα λυνόταν το μυστήριο και θα μάθαινε τι ήταν τα φωτάκια εκείνα μέσα στη θάλασσα και γιατί νύχτα;

 (Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Τότε άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και προσπάθησε να καταλάβει τι συμβαίνει.

 (Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Τα πλοία ήταν γεμάτα με ανθρώπους που φώναζαν και προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα στην καταιγίδα.

"Βοήθεια" φώναζε ο καθένας μόνος του.

Κάποιοι ήταν έτοιμοι να πέσουν από το πλοίο. Η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη και τα κύματα ήταν τόσο μεγάλα που ύψωναν τα πλοία στον αέρα και τα ρίχνανε κάτω με δύναμη. Τότε φοβήθηκε γι’ αυτούς και προσπάθησε να κατεβεί ακόμη περισσότερο για να τους φωτίσει και να τους δώσει δύναμη.

 (Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Το αστεράκι ήταν τρομαγμένο, αλλά βλέποντας πόσο κινδύνευαν τα παιδιά που ήταν στα πλοία αψήφησε τον εαυτό του και προσπάθησε να κάνει ότι μπορούσε για να σωθούν οι άνθρωποι, δεν μπορούσε να κάνει πως δεν είδε και να φύγει. 

Έτσι έμεινε εκεί και φώτιζε με δέος τους ανθρώπους που όταν φωτίστηκαν από το φως του πήραν δύναμη, έπιασαν τα χέρια, άρχισαν να τραγουδούν και τότε όλοι μαζί  πάλευαν να επιβιώσουν.

 (Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Μετά από ώρες η καταιγίδα άρχισε να κοπάζει και τα κύματα να φεύγουν. Τα πλοία είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, αλλά οι άνθρωποι ήταν ασφαλείς. Το πρωί τα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα και αμέριμνα στην ακρογιαλιά.

Το αστεράκι ήταν ανακουφισμένο που οι άνθρωποι ήταν καλά, αλλά και λυπημένο που είχε δει τόσο πόνο και καταστροφή.

Την επόμενη μέρα, το αστεράκι γύρισε στον ουρανό. Ήταν διαφορετικό από πριν. Είχε μάθει τι σήμαινε πόνος, πόλεμος, καταστροφή, κίνδυνος και η περιπέτειά του του έδωσε το μεγαλύτερο μάθημα. Είχε μάθει ότι η ομορφιά της ζωής μπορεί να βρεθεί ακόμα και στα πιο σκοτεινά μέρη.

(Οι εικόνες έχουν γίνει με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)
Αυτή η ιστορία είναι μια ιστορία για τη δύναμη της φυσικής περιέργειας και της περιπέτειας. Το μικρό αστεράκι ήταν περίεργο για τον κόσμο γύρω του και αποφάσισε να ανακαλύψει τι συμβαίνει με τα φωτάκια στη θάλασσα. Η περιπέτειά του είναι γεμάτη κινδύνους, αλλά τελικά μαθαίνει το σημαντικότερο μάθημα τη δύναμη της αγάπης και της αλληλεγγύης. 

 

Μη επαγγελματική χρήση. 
Μόνο για σκοπούς ενημέρωσης και με αναφορά του δημιουργού.
https://creativecommons.org/licenses/by/4.0/ 




Ερμής. O σκαντζόχοιρος που ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο! Ένα παραμύθι για τη σημασία της υπακοής στους κανόνες και την αξία της οικογένειας!

  Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, Δώσ' της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχίσει....      

(Οι εικόνες έχουν γίνει με τη βοήθεια της ΑΙ και με λεπτομερή περιγραφή)

Όλα άρχισαν κάτω από τις ρίζες της μεγαλύτερης βελανιδιάς  του δάσους, στην κοίτη ενός ήρεμου ποταμού, εκεί που ζούσε η σκατζοχοιροοικογένεια του μικρού Ερμή.
 Ο Ερμής είχε τρία αδέρφια, τη μητέρα, τον πατέρας, τη γιαγιά και τον παππού. 
Ο Ερμής , καθόταν ήσυχα στη γωνίτσα του και ονειροπολούσε, όμως  πολλές φορές γκρινιάζοντας και χωρίς να συμμετέχει στη ρουτίνα και τις δουλειές της οικογένειας. 


 Όλη μέρα κάτω από το  χώμα μέσα στο μικρό σπιτάκι τους, περνούσαν όμορφα όλα μαζί, αλλά ανυπομονούσαν να φτάσει  η ώρα να βγουν, ήταν για όλους μια εξερεύνηση του κόσμου που υπάρχει έξω από τις ρίζες.

 
Όλοι εκτός από τον Ερμή, εκείνος τα βαριόταν αυτά, του άρεσε περισσότερο να ονειροπολεί. Ονειρευόταν πως είναι βασιλιάς, πως τον προσκυνούν, πως έχει υπηκόους, πως έρχονται γελωτοποιοί στο βασίλειό του για να τον διασκεδάσουν... 
Ονειρευόταν πως  είχε μεγαλύτερο σπίτι, πολλά υλικά αγαθά και  πως η ζωή του ήταν πλούσια και εύκολη. Τα αδέρφια του τον τραβούσαν από το ποδαράκι να παίξει μαζί τους αλλά εκείνος συνέχιζε να ονειρεύεται και η πραγματικότητα να του φαίνεται ανιαρή, θεωρούσε δεδομένο  το παρόν και δεν του άρεσε.  

Το σούρουπο που  ο ήλιος έπεφτε πίσω από τα δυο τεράστια βουνά, ανυπομονούσαν όλοι στην σκατζοχοοικογένεια,  να βγουν στην επιφάνεια, να πάνε να μαζέψουν τροφή και να ζήσουν άλλη μια περιπέτεια.



Ο πατέρας τους έλεγε να πηγαίνουν πίσω του και ποτέ να μη βγουν από το μεγάλο φράκτη. Πίσω από αυτόν  το φράκτη υπάρχουν όλα τα κακά του κόσμου. 

Πόλεμοι, σκοτωμοί, ψέμα,  κακία, …

Όλα τα σκαντζοχοιράκια ήταν  ήρεμα και υπάκουα, μεγάλωναν χωρίς να προβληματίζουν τους γονείς, εκτός από τον Ερμής που δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος και συνεχώς απέφευγε τις υποχρεώσεις του και ήταν ξαπλωμένος στη γωνίτσα του.

Στιγμή δε σκέφτηκε τη συμβουλή του πατέρα του, ότι δεν πρέπει να βγει από το φράκτη γιατί είναι όλα τα κακά του κόσμου.

Αφού περπάτησε αρκετά, έφτασε σ ένα σημείο του φράκτη που είχε μια τρύπα.

Τότε, τον πλησίασε ένας γέροντας και του είπε:

«Πού πας σκατζοχοιράκι; Από εδώ και πέρα είναι επικίνδυνη ζώνη για σένα».

«Θέλω να πάω να δω».

«Νομίζω πως θα το μετανιώσεις».

 «Ας δω τον κόσμο και ας το μετανιώσω».

«Σκέψου το καλά μπορεί και να μη γυρίσεις ποτέ πίσω».

«Θα πάω».

«Αν γυρίσεις μπορεί να μην είσαι ο ίδιος, θα το μετανιώσεις».

«θα πάω»

Έχωσε τη μουσούδα του μέσα στην τρύπα του φράκτη και μεμιάς εξαφανίστηκε. 

Βγήκε από την άλλη μεριά περπάτησε λίγο, ο τόπος του φάνηκε σκοτεινός. 

Κοίταξε καλά την τρύπα, να μπορεί να ξαναγυρίσει. 

Αυτή η σκοτεινιά του προκαλούσε φόβο, αλλά συνέχιζε να περπατάει.

Από μακριά είδε στρατιές ανθρώπων να πολεμούν μεταξύ τους, όσο κόντευε άκουγε τις κραυγές του πολέμου, έβλεπε τα αίματα και τη βία.

 Τρόμος τον έπιασε και πήγε από την άλλη πλευρά, να αποφύγει τον πόλεμο, τότε είδε πολλά σκουπίδια στο δρόμο.

 Ήταν πολύ άσχημη η εικόνα με τα σκουπίδια, η καρδιά του βάρυνε, θυμήθηκε το δάσος που είναι το σπίτι του, μπορεί να μην έχουν πολλά υλικά αγαθά, έχουν όμως καθαριότητα και ειρήνη.

Προσπαθώντας να αποφύγει όλα αυτά, ο Ερμής άρχισε να τρέχει τότε είδε έναν άνθρωπο ξαπλωμένο κάτω.

«Τι έχεις;»

«Είμαι άρρωστος, φύγε μακριά»

«Μα χρειάζεσαι κάτι;»

«Όχι, φύγε μη κολλήσεις».

Ο Ερμής του έδωσε το νερό που είχε για το δρόμο και έφυγε συγκλονισμένος.  

Από το σκοτάδι, είδε δυο ανθρώπους να τον πλησιάζουν, ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα.

«Έλα μαζί μας σκαντζοχοιράκι, θα πάμε στο σπίτι μας να σου κάνουμε το τραπέζι».

«Μα εσείς  με τον πόλεμο δεν έχετε τροφή, πως θα μου κάνετε το γεύμα;»

«Έλα και θα δεις».

Ο Ερμής κατάλαβε τον κίνδυνο και έγινε μια μπάλα από αγκάθια.

«Όχι»

« Άφησέ τον, είναι πολύ μικρός, θα βρούμε κάτι άλλο να φάμε».

Είδε το πονηρό ζευγάρι να φεύγει και άρχισε να χαλαρώνει.

 Παραλίγο να χάσει και τη ζωή του, η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά.

Δεν ήθελε να δει άλλα από αυτή την πλευρά του κόσμου, ήθελε να γυρίσει σπίτι, στην αγάπη, τη σιγουριά και την ασφάλεια.

Κοίταξε γύρω του, δεν μπορούσε να καταλάβει από πού πρέπει να πάει, είχε νυχτώσει. 
Γύρισε προς τα πίσω «πρέπει να είναι από εδώ» σκέφτηκε, αφού περπάτησε αρκετά μέτρα, είδε από μακριά ένα φίδι στο δρόμο του.
Τα ποδαράκια του έτρεμαν από φόβο, ωστόσο αποφάσισε να το αντιμετωπίσει με εξυπνάδα. 
Πήρε ένα από τα καρύδια που κρατούσε και το πέταξε στην αντίθετη κατεύθυνση, το ίδιο έκανε και με τα μύρτιλα.  
Το φίδι, αφού τα μύρισε πήγε προς τα εκεί αφήνοντας ελεύθερο το δρόμο του Ερμή. 
Μη κοιτάζοντας πλέον πίσω, πήρε το δρόμο της επιστροφής, προσπαθούσε απεγνωσμένα να δει το μεγάλο πέτρινο τείχος που χώριζε τους δυο κόσμους. 
Η ώρα όμως περνούσε και τείχος δε φαινόταν πουθενά. 
Δάκρυα έτρεχαν από τα ματάκια του και αναπολούσε τις όμορφες στιγμές με την οικογένειά του. 
Είχε πια απελπιστεί όταν είδε επιτέλους το τείχος, πλησίασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και πέρασε από την τρύπα.

Εκεί τον περίμεναν οι γονείς του.

«Δε θα το ξανακάνω, το ορκίζομαι».

«Μας τρόμαξες».

«Θα κάνω όλες τις δουλειές μου από εδώ και πέρα».

«Φοβηθήκαμε πως δε θα σε ξαναδούμε» είπε η μαμά σκατζοχοιρίνα.

«Συγνώμη μαμά, συγνώμη μπαμπά, σας αγαπώ πολύ».

«Δε θα βγεις από το σπίτι μια εβδομάδα».

«Εντάξει μπαμπά, από τώρα και πέρα δε θα παραβαίνω τους κανόνες».

Πήγαν στο σπίτι και τους υποδέχτηκε η υπόλοιπη οικογένεια και έγινε μεγάλο γλέντι για την επιστροφή του Ερμή και εκείνος ήταν πολύ χαρούμενος που η οικογένειά του τον δέχθηκε και τον συγχώρησε, έτσι ετοίμασε μόνος του ένα γεύμα γι' αυτούς! Μετά από αυτή την περιπ έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 


                    All rights reserved©Katerina 


 

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Ευχαριστούμε για την επίσκεψη ❤️

Ευχαριστούμε για το χρόνο που αφιερώσατε να αφήσετε ένα μήνυμα! Μας αρέσει να διαβάζουμε τα σχόλιά σας. Θα προσπαθούμε πάντα να ανταποδίδουμε την επίσκεψή σας. Όλες οι εικόνες καθώς και οι αφηγήσεις έχουν πνευματικά δικαιώματα που ανήκουν στον δημιουργό και προστατεύονται από διεθνείς και εθνικούς νόμους. Αν αναγνωρίσετε τον εαυτό σας σε κάποια φωτογραφία και δε θέλετε παρακαλούμε ενημερώστε μας να την κατεβάσουμε. Για οτιδήποτε θέλετε να αναπαραγάγετε μπορείτε να επικοινωνήσετε.