Translate

All rights reserved

Ιστορίες, σκέψεις και Παραμύθια για μεγάλους και μικρούς

Μια δεύτερη ευκαιρία στο φως

 

Το  κείμενο γράφτηκε ύστερα από προτροπή του Παρασύροντας τη ζωή με λέξεις επιλεγμένες από το Παιδί του Ελέφαντα

Τα πόδια του δεν ξεκολλούσαν από το έδαφος,  προσπαθούσε να γυρίσει το βλέμμα του και να δει όλο το τοπίο, δίπλα του λευκές foxgloves έγερναν προς τον ήλιο, μάταιο όμως η ομορφιά του ηλιοβασιλέματος τον είχε μαγέψει. Ρουφούσε τις εικόνες σαν να ήταν η πρώτη (ήταν) αλλά και η τελευταία φορά.

Νότια και βόρεια από τον ήλιο στη θάλασσα φαινόταν στεριά στον ωκεανό ένα μικρό νησάκι διατάρασσε τη μονοτονία του πελάγου.

 Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από πίσω, ο σκύλος του γαύγισε παιχνιδιάρικα και  έτρεξε προς το μέρος της.

 «Γιατί με κάλεσες;» είπε αγκαλιάζοντας τον σκύλο οδηγό.

«Μου λείπουν οι στιγμές που περάσαμε μαζί».

 «Μα, είναι γεγονός ότι εσύ ήθελες να χωρίσουμε».

 «Ναι, αλλά όχι γιατί δεν ήθελα να είμαι μαζί σου».

«Τότε γιατί;»

«Από φόβο, δεν ήθελα να σε καταδικάσω να ζεις με έναν τυφλό».

«Άφησες να περάσουν τόσα χρόνια δυστυχίας και απογοήτευσης  μακριά σου από έναν φόβο;»

 «Πρώτη φορά Μαρία πρώτη φορά βλέπω το ηλιοβασίλεμα, εγχειρίστηκα και  άλλαξε η ζωή μου».

«Γιατί άφησες να χαθούν τόσα χρόνια ευτυχίας;»

«Σ’ αγαπώ και σ’ αγαπούσα πάντα».

«Όταν τα καλοκαίρια στο νησί προσπαθούσες να μου περιγράψεις το ηλιοβασίλεμα, με έκανες να το φαντάζομαι υπέροχο, αλλά ποτέ δε θα μπορούσα να διανοηθώ αυτή την ομορφιά».

All rights reserved©Katerina


Ο μικρός θεός της αγάπης

 Ο αναλλοίωτος μικρός  θεός της Αγάπης

          
Το  κείμενο γράφτηκε ύστερα από προτροπή του Παρασύροντας στη ζωή και οι λέξεις είναι από το  Elephant's Child

Δεν αντέχει άλλο την εικόνα του, το κοιτάζει με φθόνο. Το  αγαλματάκι δεν έχει αλλάξει καθόλου είναι εκεί και τον κοιτάζει από μακριά σαν να τον χλευάζει, σε αντίθεση με εκείνους και την αγάπη τους εκείνο παραμένει εκεί αναλλοίωτο στο χρόνο τον έχει στοιχειώσει.  Όσο κι αν δουλεύει  δεν μπορεί να της παρέχει μία  άνετη ζωή, σίγουρα δεν είναι ευχαριστημένη από εκείνον, πονάει να την βλέπει ατημέλητη να κάνει τόσες δουλειές . Το πήρε στο δεξί του χέρι και έτοιμος να το πετάξει της είπε:

«Δεν μπορώ να το βλέπω πια».

 «Μα είναι αντίκα, είναι όμορφο, το αγαπώ»

« Σε παρακαλώ να το πετάξεις».

« Όχι, δεν το αποχωρίζομαι».

 Της το είχε κάνει δώρο σε μια γιορτή,  ήταν  ένα πορσελάνινο αγαλματάκι του θεού της αγάπης, το χρώμα του ήταν το μπλε του νερού και άλλαζε με την υγρασία. Είχε  τόξο στο δεξί του χέρι και με το αριστερό προσπαθούσε να βάλει το βέλος για να στοχεύσει. Τότε της είχε δώσει αμέτρητες υποσχέσεις και εκείνη εκατοντάδες τρυφερά φιλιά. 

«Η γάτα σου πήρε τη γλώσσα;»

«Θέλω να το πετάξεις,  δεν μπορώ να το βλέπω πια».

 Ήταν τόσο εκφραστικός μου ανατρίχιασε,  κατάλαβε αμέσως γιατί δεν μπορούσε πια να βλέπει ο άντρας της το θεό της αγάπης. Τον κοίταξε και αναρωτήθηκε τι συμβαίνει και φαίνεται τόσο δυστυχισμένος.

«Ο  Έκτωρ δεν έχει κέφια σήμερα» του είπε για να αλλάξει κουβέντα.

 «Κάθε σκύλος έχει τη μέρα του αυτή σίγουρα δεν είναι του Έκτωρ».

Έμεινε για λίγο σκεπτικός και πήγε προς την κουζίνα για να πάρει το χρόνο του. Κάποτε ήταν οδηγός σε μια εταιρία και έβγαζε πολλά χρήματα, αλλά προτίμησε να παίρνει λιγότερα και να είναι κοντά της.  Το περιοδικό που δούλευε τον πλήρωνε πενιχρά και εκείνη δούλευε ασταμάτητα για να ζουν με αξιοπρέπεια. Άφησε το ποτήρι με το νερό που κρατούσε και την κοίταξε:

 «Μου είπε να πουλάκι πως δεν με αγαπάς πια».

 «Μιχάλη σταμάτα, δεν έχουμε χρόνο πια για τέτοια, μεγαλώσαμε έχουμε τις δουλειές μας, τους φίλους,  το σπίτι μας..»

 «Είπες θα μ’ αγαπάς για πάντα».

 «Μα σ’  αγαπώ ακόμη».

 «Δε σου έδωσα αυτά που σου άξιζαν, αλλά θα προσπαθήσω..».

«Προσπαθείς, έχεις κατανόηση.. και πάνω απ’ όλα νοιώθω πως μ’ αγαπάς».

Έπιασε το μικρό αγαλματάκι και δείχνοντάς του το του είπε:

"Έτσι είναι η αγάπη μου για σένα, αναλλοίωτη, αλλάζει λίγο με τους καιρούς αλλά παραμένει ίδια και δυνατή"

Πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε τρυφερά, έτρεξε μαζί της και ο Έκτωρ ο σκύλος τους και τους έκανε  χαρές και τρυφεράδες.

Εμπνευσμένο από το μύθο του Αισώπου: Γεωργός και τύχη

Ο Αγρότης και η τύχη


Μια φορά και έναν καιρό,  τα πολύ παλιά τα χρόνια σε μια ηλιόλουστη χώρα μακρινή ζούσε ένας  πολύ ταλαιπωρημένος άνθρωπος.  Το επάγγελμά του ήταν αγρότης και το όνομά του Αριστομένης, κάθε μέρα πάλευε με τη γη, έτσι ώστε να  μπορεί να έχει τα απαραίτητα για την οικογένειά του, είχε τέσσερα παιδιά βλέπετε.  Ήταν ψηλός και απίστευτα εργατικός, προσπαθούσε τα παιδιά του  να έχουν διαφορετική τύχη από εκείνον. 

                                                       

  Εκείνο το φθινόπωρο όμως είχε αρρωστήσει η Μεγάλη η κόρη του η Μυρτώ.  Ο γιατρός είπε πως χρειαζόταν ξεκούραση και καλό φαγητό για να γίνει καλά. Καθώς πήγαινε κάθε μέρα στο χωράφι, για να καταφέρει να εξασφαλίσει όλα εκείνα που θα έκαναν τη Μυρτώ καλά είχε εξαντληθεί αυτός και το άλογό του με αποτέλεσμα να πέσει το άλογο και να σπάσει το πόδι του. Αγανακτισμένος συνέχισε να πηγαίνει κάθε μέρα στο χωράφι και να προσπαθεί να σπείρει το σιτάρι, έτσι ώστε  να σώσει το κορίτσι του.

Ένα πρωινό, σκαλίζοντας την άγρια γη, αντίκρισε κάτι απρόσμενο, κάτι έλαμπε εκεί κάτω από το νοτισμένο χώμα. Βρήκε ένα κιούπι χρυσές λίρες, πόσο τυχερός στάθηκε. Η μοίρα του άλλαξε σε μια στιγμή και από φτωχός βιοπαλαιστής έγινε πλούσιος γαιοκτήμονας. Ο αγρότης αισθάνθηκε απέραντη ευγνωμοσύνη για τη γη. Κάθε μέρα έπλεκε στεφάνι με λουλούδια και στεφάνωνε τη μητέρα γη, αναγνωρίζοντας την ως πηγή της ευημερίας της οικογένειάς του.

«Από εσένα ευεργετήθηκα και σ’ ευχαριστώ» 

ψιθύριζε κάθε μέρα με ευγνωμοσύνη,  αφού άφηνε στη γη  το στεφάνι.

 Η κόρη του Αριστομένη έγινε καλά και η οικογένεια στην αρχή ήταν πολύ ευτυχισμένη. Στην πορεία όμως εκείνος άλλαξε πολύ, σταμάτησε να νοιάζεται τους συγχωριανούς του, έκανε ένα τεράστιο σπίτι με μεγάλο φράχτη έτσι ώστε να μη το βλέπει κανείς και δεν τον ένοιαζε πια τίποτα! Όσο περνούσε ο καιρός χαμογελούσαν και λιγότερο, αγόραζαν περισσότερα υλικά αγαθά και μιλούσαν με λιγότερους ανθρώπους. Ο Αριστομένης γινόταν όλο και πλουσιότερος και αφού δεν βοηθούσε κανέναν η ικανοποίησή του  ήταν ελάχιστη!

‘Έφτασαν στα αυτιά της θεάς τύχης τα νέα, ότι ο Αριστομένης στεφανώνει τη γη, αντί να ευγνωμονεί την τύχη του και να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Η θεά τύχη νευρίασε μαζί του, αποφάσισε να τον επισκεφτεί μεταμφιεσμένη και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Αν φερόταν καλά θα συνέχιζε να τον ευεργετεί, αλλιώς θα έφευγε από κοντά του και θα έπαιρνε τη θέση της η κακοτυχία


 Το επόμενο πρωί κιόλας η θεά τύχη, ντυμένη με ρούχα φτωχικά και κρατώντας μπαστούνι, έφτασε στο αρχοντικό του Αριστομένη. Χτύπησε την πόρτα και του είπε:

 «Διψάω και πεινάω μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε;»

«Όχι» 

απάντησε ο Αριστομένης

«Να πας αλλού να σε βοηθήσουν, να εκεί στους φίλους σου τους φτωχούς, εκείνοι θα σε συμπονήσουν καλύτερα».

Η γριούλα τον κοιτούσε σαστισμένη!

«Πόσο πολύ τον άλλαξε ο ξαφνικός πλούτος, τον τύφλωσε» σκέφτηκε. Στενοχωρήθηκε πολύ που ο Αριστομένης έγινε αλαζόνας και αχάριστος. Τότε πήρε την απόφαση να φύγει από κοντά του και να δώσει τη θέση της στην κακοτυχία.

Εκείνη η μέρα έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του Αριστομένη, ήταν η μέρα που έχασε το κιούπι με τις χρυσές λίρες. Άνοιξε η γη και το κατάπιε, του είπε η γυναίκα του δείχνοντάς του μια τεράστια ρωγμή στο πάτωμα. Αισθάνθηκε πως έχασε ολόκληρη τη ζωή του, έκλαιγε και οδυρόταν και παρακαλούσε τη γη  να του επιστρέψει το χρυσάφι. 

Όταν συνειδητοποίησε ότι η κατάστασή του δεν μπορεί να αλλάξει και πρέπει να συνεχίσει τη ζωή του φτωχός, προσπάθησε να σκεφτεί ποιος από τους φίλους του θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε έναν. 


Τρομαγμένος θυμήθηκε πως και εκείνος δε βοήθησε κανέναν από τους  παλιούς του φίλους που χρειαζόταν βοήθεια, αισθάνθηκε τύψεις και ντροπή για το χαρακτήρα του. Δεν ήξερε τι να κάνει,  μίλησε τότε στην  οικογένειά του για το κακό που τους βρήκε και τη νέα κατάσταση. 

«Καλά να πάθω, ήμουν αγνώμων».

«Αφού καλέ μου πατέρα έδινες κάθε μέρα ένα στεφάνι στη γη, έδειχνες ευγνωμοσύνη».

«Ναι, αλλά έπρεπε να βοηθάω και τους φίλους και τους συγχωριανούς μου, αυτό δεν ήταν αρκετό για την καλή μου τύχη».

«Πατέρα όλοι μαζί θα δουλέψουμε και θα επιβιώσουμε».

Στενοχωριόταν όλο και περισσότερο,  που όταν είχε χρήματα δε βοήθησε κανέναν από τους παλιούς του φίλους και συγχωριανούς. Τα χρήματα τον άλλαξαν, τον έκαναν αλαζόνα και εγωιστή. Τι δε θα έδινε να γυρνούσε τον χρόνο πίσω και να βοηθούσε όλο το χωριό, αλλά αυτό ήταν αδύνατο πλέον. Νόμιζε ότι επειδή βρήκε το πιθάρι με τις λίρες στη γη και κάθε μέρα έδινε ένα στεφάνι με λουλούδια στη γη έδινε την ευγνωμοσύνη του, έτσι αισθανόταν ότι έκαμνε το καθήκον του και ήταν ήσυχος με τη συνείδησή του. Ντρεπόταν και όταν τους έβλεπε χαμήλωνε το κεφάλι του, δεν μπορούσε τώρα που ήταν φτωχός να ζητήσει τη βοήθειά τους.

Εκείνος ο Οκτώβρης ήταν ο πιο δύσκολος της ζωής τους, τα χωράφια δεν μπορούσε να τα σπείρει, αφού δεν είχε ζώα, προσπαθούσε με τα χέρια του αλλά ήταν αδύνατο, σπόρους δεν είχε και έτσι έβγαλε το σπίτι του προς πώληση. Το αποφάσισε, θα πήγαινε στην πόλη εργάτης στο εργοστάσιο για να μπορεί να επιβιώσει με την οικογένειά του. Φοβόταν μήπως αρρωστήσει και πάλι το κοριτσάκι του. Όταν έμαθαν οι παλιοί φίλοι και συγχωριανοί για την κατάστασή του, έσπευσαν όλοι να βοηθήσουν, άλλος έφερε σπόρους, άλλος άλογο, άλλος άροτρο και έτσι σπάρθηκαν όλα τα χωράφια του Αριστομένη. Εκείνος δε σταμάτησε να τους ευχαριστεί και να τους ζητάει συγνώμη. Ο Αριστομένης άλλαξε πραγματικά προσπαθούσε να βοηθάει όποιον είχε ανάγκη και μετάνιωσε για τον προηγούμενο χαρακτήρα του.

Η θεά τύχη τον επισκέφθηκε πάλι παριστάνοντας μια ζητιάνα, την πήρε μέσα στο σπίτι, της πρόσφερε την καλύτερη φιλοξενία και εκείνη ευχαριστήθηκε πολύ για την αλλαγή του.

«Τι γνώμη έχεις για την τύχη και τη ζωή σου;»

«Ευλογώ την τύχη μου, γιατί μου έδωσε τόσο καλή οικογένεια, έκανε καλά το κοριτσάκι μου και με έβαλε κοντά σε τόσο καλούς φίλους και συγχωριανούς».

Η θεά τύχη κατάλαβε ότι ο Αριστομένης είχε μετανιώσει και είχε καταλάβει πραγματικά τι έχει σημασία για τη ζωή και αποφάσισε να του δώσει πίσω το πιθάρι με τις λίρες.

Όταν ο Αριστομένης είδε τη γη ανοιγμένη και το πιθάρι με τις λίρες και πάλι στην επιφάνεια, ευχαρίστησε την καλή του τύχη και υποσχέθηκε να βοηθάει όποιον έχει ανάγκη και βρεθεί στην πόρτα του. Γκρέμισε τον τοίχο που είχε υψώσει στον κήπο, άνοιξε την αυλή να παίζουν παιδιά και κάτω από την ανθισμένη κερασιά έστρωσε ένα τεράστιο τραπέζι για όλους.


Ηθικά διδάγματα από τον μύθο

Η ευτυχία δεν μετριέται σε όρους πλούτου

Ο Αριστομένης πίστευε ότι ο πλούτος θα τον έκανε ευτυχισμένο, αλλά έμαθε ότι η αληθινή ευτυχία έρχεται από την οικογένεια, τους φίλους και την ευγνωμοσύνη.

Η αλαζονεία και ο εγωισμός δεν οδηγούν στην ευτυχία

Όταν ο Αριστομένης έγινε πλούσιος, έγινε αλαζόνας και εγωιστής, αγνοώντας τους γύρω του. Η αλλαγή του χαρακτήρα του τον απομάκρυνε από την ευτυχία.

Η ευγνωμοσύνη είναι απαραίτητη:

·         Ο Αριστομένης ξέχασε να είναι ευγνώμων για ό,τι είχε, εστιάζοντας μόνο σε ό,τι ήθελε. Η απώλεια του πλούτου τον έκανε να συνειδητοποιήσει πόσα είχε να ευχαριστεί.

Η μετάνοια και η αλλαγή είναι πάντα δυνατές:

  Ο Αριστομένης μετάνιωσε για την κακή του συμπεριφορά και άλλαξε προς το καλύτερο. Η αλλαγή του τον έκανε πιο ευτυχισμένο και αγαπητό.

Η αλληλεγγύη και η προσφορά φέρνουν χαρά:

           Ο Αριστομένης έμαθε ότι η αλληλεγγύη και η προσφορά στους άλλους φέρνουν χαρά και ικανοποίηση.

Η τύχη μπορεί να αλλάξει:

        Ο Αριστομένης βίωσε μια ξαφνική αλλαγή στην τύχη του. Η ιστορία μας υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και πρέπει να εκτιμούμε ό,τι έχουμε.

Η ζωή είναι γεμάτη μαθήματα:

·         Ο Αριστομένης έμαθε πολλά από τις εμπειρίες του, τόσο καλές όσο και κακές. Η ιστορία μας καλεί να είμαστε ανοιχτοί στα μαθήματα που μας προσφέρει η ζωή.


Ταγματάρχης Τζόναθαν Μπέρκινς

  Το κείμενο γράφτηκε ύστερα από προτροπή  του  Drifting through life οι λέξεις είναι από το Elephant's Child

(Η εικόνα είναι φτιαγμένη με τη χρήση ΑΙ  ύστερα από περιγραφή)

Η σύζυγος του ταγματάρχη ανησυχεί πολύ για εκείνον, ο χρόνος είναι αμείλικτος περνάει και αφήνει τα σημάδια του και για εκείνον είναι ακόμη πιο δύσκολο να αποδεχθεί τις απώλειες.

«Πόσο μου αρέσει ο πορσελάνινος ελέφαντας από το ταξίδι μας στην Αφρική».

«Το έχω ξεχάσει αυτό το ταξίδι Μαρκέλλα, παλιές ένδοξες μέρες, άφησέ με στην ησυχία μου».

Έβαλε το αναπηρικό του καροτσάκι δίπλα στο κρεβάτι τους, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες, είδε τον ήλιο και χαμογέλασε.

«Μη με βγάζεις από την άνεσή μου Μαρκέλλα, λυπήσου με είμαι ένας ανάπηρος ταγματάρχης».

«Πάρε το βιβλίο σου και βγες στη βεράντα, κάντο για χάρη μου».

Την προηγούμενη μέρα είχε βρέξει, στις λακκούβες του κήπου εκτός από το μπλε του νερού απολάμβαναν και το γαλάζιο του ουρανού μαζί με το γκρι από τα σύννεφα.

«Κοίτα Μαρκέλλα η ελιά έχει ανθίσει, πιθανόν να δέσει και καρπό φέτος».

Επιτέλους τον έβλεπε να χαμογελάει, του είχε μεγάλη αγάπη και εκτίμηση.

«Το πιστοποιητικό θα το πάω εγώ στο Δημαρχείο, θα ντυθώ καλά, θα πάω και στο κουρείο για κούρεμα και θα το καταθέσω».

«Μου δίνεις τόση χαρά Τζόναθαν, επιτέλους ξαναβλέπω τον ταγματάρχη που αγάπησα».

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος © Aridaiaplace

 

Ευχαριστούμε για την επίσκεψη ❤️

Ευχαριστούμε για το χρόνο που αφιερώσατε να αφήσετε ένα μήνυμα! Μας αρέσει να διαβάζουμε τα σχόλιά σας. Θα προσπαθούμε πάντα να ανταποδίδουμε την επίσκεψή σας. Όλες οι εικόνες καθώς και οι αφηγήσεις έχουν πνευματικά δικαιώματα που ανήκουν στον δημιουργό και προστατεύονται από διεθνείς και εθνικούς νόμους. Αν αναγνωρίσετε τον εαυτό σας σε κάποια φωτογραφία και δε θέλετε παρακαλούμε ενημερώστε μας να την κατεβάσουμε. Για οτιδήποτε θέλετε να αναπαραγάγετε μπορείτε να επικοινωνήσετε.

Ανεμώνες

Ανεμώνες