Translate

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Εμπνευσμένο από το μύθο του Αισώπου: Γεωργός και τύχη

Ο Αγρότης και η τύχη


Μια φορά και έναν καιρό,  τα πολύ παλιά τα χρόνια σε μια ηλιόλουστη χώρα μακρινή ζούσε ένας  πολύ ταλαιπωρημένος άνθρωπος.  Το επάγγελμά του ήταν αγρότης και το όνομά του Αριστομένης, κάθε μέρα πάλευε με τη γη, έτσι ώστε να  μπορεί να έχει τα απαραίτητα για την οικογένειά του, είχε τέσσερα παιδιά βλέπετε.  Ήταν ψηλός και απίστευτα εργατικός, προσπαθούσε τα παιδιά του  να έχουν διαφορετική τύχη από εκείνον. 

                                                       

  Εκείνο το φθινόπωρο όμως είχε αρρωστήσει η Μεγάλη η κόρη του η Μυρτώ.  Ο γιατρός είπε πως χρειαζόταν ξεκούραση και καλό φαγητό για να γίνει καλά. Καθώς πήγαινε κάθε μέρα στο χωράφι, για να καταφέρει να εξασφαλίσει όλα εκείνα που θα έκαναν τη Μυρτώ καλά είχε εξαντληθεί αυτός και το άλογό του με αποτέλεσμα να πέσει το άλογο και να σπάσει το πόδι του. Αγανακτισμένος συνέχισε να πηγαίνει κάθε μέρα στο χωράφι και να προσπαθεί να σπείρει το σιτάρι, έτσι ώστε  να σώσει το κορίτσι του.

Ένα πρωινό, σκαλίζοντας την άγρια γη, αντίκρισε κάτι απρόσμενο, κάτι έλαμπε εκεί κάτω από το νοτισμένο χώμα. Βρήκε ένα κιούπι χρυσές λίρες, πόσο τυχερός στάθηκε. Η μοίρα του άλλαξε σε μια στιγμή και από φτωχός βιοπαλαιστής έγινε πλούσιος γαιοκτήμονας. Ο αγρότης αισθάνθηκε απέραντη ευγνωμοσύνη για τη γη. Κάθε μέρα έπλεκε στεφάνι με λουλούδια και στεφάνωνε τη μητέρα γη, αναγνωρίζοντας την ως πηγή της ευημερίας της οικογένειάς του.

«Από εσένα ευεργετήθηκα και σ’ ευχαριστώ» 

ψιθύριζε κάθε μέρα με ευγνωμοσύνη,  αφού άφηνε στη γη  το στεφάνι.

 Η κόρη του Αριστομένη έγινε καλά και η οικογένεια στην αρχή ήταν πολύ ευτυχισμένη. Στην πορεία όμως εκείνος άλλαξε πολύ, σταμάτησε να νοιάζεται τους συγχωριανούς του, έκανε ένα τεράστιο σπίτι με μεγάλο φράχτη έτσι ώστε να μη το βλέπει κανείς και δεν τον ένοιαζε πια τίποτα! Όσο περνούσε ο καιρός χαμογελούσαν και λιγότερο, αγόραζαν περισσότερα υλικά αγαθά και μιλούσαν με λιγότερους ανθρώπους. Ο Αριστομένης γινόταν όλο και πλουσιότερος και αφού δεν βοηθούσε κανέναν η ικανοποίησή του  ήταν ελάχιστη!

‘Έφτασαν στα αυτιά της θεάς τύχης τα νέα, ότι ο Αριστομένης στεφανώνει τη γη, αντί να ευγνωμονεί την τύχη του και να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Η θεά τύχη νευρίασε μαζί του, αποφάσισε να τον επισκεφτεί μεταμφιεσμένη και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Αν φερόταν καλά θα συνέχιζε να τον ευεργετεί, αλλιώς θα έφευγε από κοντά του και θα έπαιρνε τη θέση της η κακοτυχία


 Το επόμενο πρωί κιόλας η θεά τύχη, ντυμένη με ρούχα φτωχικά και κρατώντας μπαστούνι, έφτασε στο αρχοντικό του Αριστομένη. Χτύπησε την πόρτα και του είπε:

 «Διψάω και πεινάω μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε;»

«Όχι» 

απάντησε ο Αριστομένης

«Να πας αλλού να σε βοηθήσουν, να εκεί στους φίλους σου τους φτωχούς, εκείνοι θα σε συμπονήσουν καλύτερα».

Η γριούλα τον κοιτούσε σαστισμένη!

«Πόσο πολύ τον άλλαξε ο ξαφνικός πλούτος, τον τύφλωσε» σκέφτηκε. Στενοχωρήθηκε πολύ που ο Αριστομένης έγινε αλαζόνας και αχάριστος. Τότε πήρε την απόφαση να φύγει από κοντά του και να δώσει τη θέση της στην κακοτυχία.

Εκείνη η μέρα έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του Αριστομένη, ήταν η μέρα που έχασε το κιούπι με τις χρυσές λίρες. Άνοιξε η γη και το κατάπιε, του είπε η γυναίκα του δείχνοντάς του μια τεράστια ρωγμή στο πάτωμα. Αισθάνθηκε πως έχασε ολόκληρη τη ζωή του, έκλαιγε και οδυρόταν και παρακαλούσε τη γη  να του επιστρέψει το χρυσάφι. 

Όταν συνειδητοποίησε ότι η κατάστασή του δεν μπορεί να αλλάξει και πρέπει να συνεχίσει τη ζωή του φτωχός, προσπάθησε να σκεφτεί ποιος από τους φίλους του θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε έναν. 


Τρομαγμένος θυμήθηκε πως και εκείνος δε βοήθησε κανέναν από τους  παλιούς του φίλους που χρειαζόταν βοήθεια, αισθάνθηκε τύψεις και ντροπή για το χαρακτήρα του. Δεν ήξερε τι να κάνει,  μίλησε τότε στην  οικογένειά του για το κακό που τους βρήκε και τη νέα κατάσταση. 

«Καλά να πάθω, ήμουν αγνώμων».

«Αφού καλέ μου πατέρα έδινες κάθε μέρα ένα στεφάνι στη γη, έδειχνες ευγνωμοσύνη».

«Ναι, αλλά έπρεπε να βοηθάω και τους φίλους και τους συγχωριανούς μου, αυτό δεν ήταν αρκετό για την καλή μου τύχη».

«Πατέρα όλοι μαζί θα δουλέψουμε και θα επιβιώσουμε».

Στενοχωριόταν όλο και περισσότερο,  που όταν είχε χρήματα δε βοήθησε κανέναν από τους παλιούς του φίλους και συγχωριανούς. Τα χρήματα τον άλλαξαν, τον έκαναν αλαζόνα και εγωιστή. Τι δε θα έδινε να γυρνούσε τον χρόνο πίσω και να βοηθούσε όλο το χωριό, αλλά αυτό ήταν αδύνατο πλέον. Νόμιζε ότι επειδή βρήκε το πιθάρι με τις λίρες στη γη και κάθε μέρα έδινε ένα στεφάνι με λουλούδια στη γη έδινε την ευγνωμοσύνη του, έτσι αισθανόταν ότι έκαμνε το καθήκον του και ήταν ήσυχος με τη συνείδησή του. Ντρεπόταν και όταν τους έβλεπε χαμήλωνε το κεφάλι του, δεν μπορούσε τώρα που ήταν φτωχός να ζητήσει τη βοήθειά τους.

Εκείνος ο Οκτώβρης ήταν ο πιο δύσκολος της ζωής τους, τα χωράφια δεν μπορούσε να τα σπείρει, αφού δεν είχε ζώα, προσπαθούσε με τα χέρια του αλλά ήταν αδύνατο, σπόρους δεν είχε και έτσι έβγαλε το σπίτι του προς πώληση. Το αποφάσισε, θα πήγαινε στην πόλη εργάτης στο εργοστάσιο για να μπορεί να επιβιώσει με την οικογένειά του. Φοβόταν μήπως αρρωστήσει και πάλι το κοριτσάκι του. Όταν έμαθαν οι παλιοί φίλοι και συγχωριανοί για την κατάστασή του, έσπευσαν όλοι να βοηθήσουν, άλλος έφερε σπόρους, άλλος άλογο, άλλος άροτρο και έτσι σπάρθηκαν όλα τα χωράφια του Αριστομένη. Εκείνος δε σταμάτησε να τους ευχαριστεί και να τους ζητάει συγνώμη. Ο Αριστομένης άλλαξε πραγματικά προσπαθούσε να βοηθάει όποιον είχε ανάγκη και μετάνιωσε για τον προηγούμενο χαρακτήρα του.

Η θεά τύχη τον επισκέφθηκε πάλι παριστάνοντας μια ζητιάνα, την πήρε μέσα στο σπίτι, της πρόσφερε την καλύτερη φιλοξενία και εκείνη ευχαριστήθηκε πολύ για την αλλαγή του.

«Τι γνώμη έχεις για την τύχη και τη ζωή σου;»

«Ευλογώ την τύχη μου, γιατί μου έδωσε τόσο καλή οικογένεια, έκανε καλά το κοριτσάκι μου και με έβαλε κοντά σε τόσο καλούς φίλους και συγχωριανούς».

Η θεά τύχη κατάλαβε ότι ο Αριστομένης είχε μετανιώσει και είχε καταλάβει πραγματικά τι έχει σημασία για τη ζωή και αποφάσισε να του δώσει πίσω το πιθάρι με τις λίρες.

Όταν ο Αριστομένης είδε τη γη ανοιγμένη και το πιθάρι με τις λίρες και πάλι στην επιφάνεια, ευχαρίστησε την καλή του τύχη και υποσχέθηκε να βοηθάει όποιον έχει ανάγκη και βρεθεί στην πόρτα του. Γκρέμισε τον τοίχο που είχε υψώσει στον κήπο, άνοιξε την αυλή να παίζουν παιδιά και κάτω από την ανθισμένη κερασιά έστρωσε ένα τεράστιο τραπέζι για όλους.


Ηθικά διδάγματα από τον μύθο

Η ευτυχία δεν μετριέται σε όρους πλούτου

Ο Αριστομένης πίστευε ότι ο πλούτος θα τον έκανε ευτυχισμένο, αλλά έμαθε ότι η αληθινή ευτυχία έρχεται από την οικογένεια, τους φίλους και την ευγνωμοσύνη.

Η αλαζονεία και ο εγωισμός δεν οδηγούν στην ευτυχία

Όταν ο Αριστομένης έγινε πλούσιος, έγινε αλαζόνας και εγωιστής, αγνοώντας τους γύρω του. Η αλλαγή του χαρακτήρα του τον απομάκρυνε από την ευτυχία.

Η ευγνωμοσύνη είναι απαραίτητη:

·         Ο Αριστομένης ξέχασε να είναι ευγνώμων για ό,τι είχε, εστιάζοντας μόνο σε ό,τι ήθελε. Η απώλεια του πλούτου τον έκανε να συνειδητοποιήσει πόσα είχε να ευχαριστεί.

Η μετάνοια και η αλλαγή είναι πάντα δυνατές:

  Ο Αριστομένης μετάνιωσε για την κακή του συμπεριφορά και άλλαξε προς το καλύτερο. Η αλλαγή του τον έκανε πιο ευτυχισμένο και αγαπητό.

Η αλληλεγγύη και η προσφορά φέρνουν χαρά:

           Ο Αριστομένης έμαθε ότι η αλληλεγγύη και η προσφορά στους άλλους φέρνουν χαρά και ικανοποίηση.

Η τύχη μπορεί να αλλάξει:

        Ο Αριστομένης βίωσε μια ξαφνική αλλαγή στην τύχη του. Η ιστορία μας υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και πρέπει να εκτιμούμε ό,τι έχουμε.

Η ζωή είναι γεμάτη μαθήματα:

·         Ο Αριστομένης έμαθε πολλά από τις εμπειρίες του, τόσο καλές όσο και κακές. Η ιστορία μας καλεί να είμαστε ανοιχτοί στα μαθήματα που μας προσφέρει η ζωή.


Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Ταγματάρχης Τζόναθαν Μπέρκινς

  Το κείμενο γράφτηκε ύστερα από προτροπή  του  Drifting through life οι λέξεις είναι από το Elephant's Child

(Η εικόνα είναι φτιαγμένη με τη χρήση ΑΙ  ύστερα από περιγραφή)

Η σύζυγος του ταγματάρχη ανησυχεί πολύ για εκείνον, ο χρόνος είναι αμείλικτος περνάει και αφήνει τα σημάδια του και για εκείνον είναι ακόμη πιο δύσκολο να αποδεχθεί τις απώλειες.

«Πόσο μου αρέσει ο πορσελάνινος ελέφαντας από το ταξίδι μας στην Αφρική».

«Το έχω ξεχάσει αυτό το ταξίδι Μαρκέλλα, παλιές ένδοξες μέρες, άφησέ με στην ησυχία μου».

Έβαλε το αναπηρικό του καροτσάκι δίπλα στο κρεβάτι τους, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες, είδε τον ήλιο και χαμογέλασε.

«Μη με βγάζεις από την άνεσή μου Μαρκέλλα, λυπήσου με είμαι ένας ανάπηρος ταγματάρχης».

«Πάρε το βιβλίο σου και βγες στη βεράντα, κάντο για χάρη μου».

Την προηγούμενη μέρα είχε βρέξει, στις λακκούβες του κήπου εκτός από το μπλε του νερού απολάμβαναν και το γαλάζιο του ουρανού μαζί με το γκρι από τα σύννεφα.

«Κοίτα Μαρκέλλα η ελιά έχει ανθίσει, πιθανόν να δέσει και καρπό φέτος».

Επιτέλους τον έβλεπε να χαμογελάει, του είχε μεγάλη αγάπη και εκτίμηση.

«Το πιστοποιητικό θα το πάω εγώ στο Δημαρχείο, θα ντυθώ καλά, θα πάω και στο κουρείο για κούρεμα και θα το καταθέσω».

«Μου δίνεις τόση χαρά Τζόναθαν, επιτέλους ξαναβλέπω τον ταγματάρχη που αγάπησα».

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος © Aridaiaplace

 

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Βραδινό δελτίο Ειδήσεων

 

  Το κείμενο γράφτηκε ύστερα από προτροπή  του Drifting through life


(Η εικόνα έγινε για τις ανάγκες του κειμένου με τη χρήση ΑΙ μετά από λεπτομερή περιγραφή)
Ζούσε με τη γάτα της σ’ ένα υπόγειο χωρίς παράθυρα και  μ’  ένα παχύφυλλο φυτό στο χρώμα της ελιάς που τα αγαπούσε πολύ. Αυτή ήταν όλη η περιουσία της τώρα, αλλά ήταν ήρεμη και της άρεσε η ζωή στην πόλη και ας είχε αφήσει ένα κομμάτι της στο χωριό. Ήταν άγνωστη μεταξύ αγνώστων, μακριά από κουτσομπολιό από την ενοχλούσαν τόσο πολύ στο χωριό.

Το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμήθηκε καλά, τα μεσάνυχτα παρακολούθησε ζωντανά στις ειδήσεις της διάσωση ενός αγοριού. Το είχαν παρασύρει τα νερά της πλημμύρας, ο αγώνας του για ζωή μεγάλος.

 Μετά από τέσσερις ώρες προσπάθειας, κάτω από μια γέφυρα δυο διασώστες και ένα ελικόπτερο κατάφεραν να σώσουν το αγόρι . Ευτυχώς ήταν επιζών όπως και εκείνη, πριν κάποια χρόνια . Αυτή η διάσωση της έφερε στην επιφάνεια μνήμες βαθιά θαμμένες,  θυμήθηκε τις δικές της δυσκολίες, τις πλημύρες στο χωριό, την απώλεια των δικών της ανθρώπων,  την αμηχανία της κάθε φορά που έπρεπε να ξαναπεί την θλιβερή ιστορία της απώλειας τους.  Αποφάσισε να βγει,  να πάρει αέρα άρπαξε τότε την ομπρέλα και την τσάντα της και όρμησε έξω.





Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Τουλίπες

Προτροπή από το floralfridayfoto 



Η Τουλίπα είναι αγγειόσπερμο, μονοκοτυλήδονο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη Λειριώδη (Liliales) και στην οικογένεια Λειριοειδή (Liliaceae).



 Υπάρχουν 100 περίπου είδη τουλίπας που είναι όλα πολυετή ποώδη φυτά των περιοχών της Ευρώπης και της δυτικής και κεντρικής Ασίας.

Η τουλίπα καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στη βόρεια και δυτική Ευρώπη όπου έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πάμπολλες ποικιλίες.

Η εισαγωγή ορισμένων μορφών τουλίπας στην Ολλανδία κατά τον 17ο αιώνα, οδήγησε σε πραγματική μανία και επανάσταση, καθώς πληρώνονταν μεγάλα χρηματικά ποσά από καλλιεργητές-συλλέκτες για κάποιο βολβό στην αναζήτηση σπανίων χρωμάτων και σχημάτων.



Στην Ελλάδα ανθίζουν συνήθως τον Απρίλιο αλλά τα τελευταία χρόνια ανθίζουν όλο και πιο νωρίς!

Φέτος από αρχές  Μαρτίου.



Βικιπαίδεια

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Πρόκληση από το Drifting through life

 Πρόκληση από το Drifting through life Wednesday's Words on a Friday 

Ο ανεδής γέρος πάει να ψαρέψει, για να της προσφέρει το πολύτιμο δώρο του. Το αποφάσισε, τα βήματα που θα κάνει πλέον θα είναι έξω από την πεπατημένη. Τι κι αν ήταν αυτή διευθύντρια Μάρκετινγκ  και εκείνος ψαράς; Η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη, μα δεν τον άγγιζε τίποτα προκειμένου να κάνει αυτό που έβαλε στο νου του και τα κατάφερε. 
Νάτος τώρα με τη μαύρη κάπα του, το μπουκέτο με τις ανεμώνες, το καλάθι με τα ψάρια και το πλατύ του χαμόγελο πηγαίνει ν' ανακαλύψει μια άλλη πτυχή της ζωής. 


All rights reserved©Aridaiaplace

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Το θλιμμένο κορίτσι και η δύναμη της ελπίδας

Το θλιμμένο κορίτσι και η δύναμη της ελπίδας

Μια φορά και αυτόν τον καιρό, σε μια μεγάλη πολιτεία με τεράστια επιβλητικά  κτίρια, ζούσε μόνη της μια όμορφη κοπέλα. Ήταν μια κοπέλα με μακριά μαλλιά και όμορφα μάτια, αλλά ήταν πάντα μόνη, θλιμμένη και δούλευε διαρκώς. Αισθανόταν ξένη στην πόλη αυτή, καθώς προερχόταν από μια χώρα μακρινή, με διαφορετική κουλτούρα και πολιτισμό, όπου εκείνο τον καιρό γινόταν πόλεμος. 

All rights reserved©Aridaiaplace

 Η Βαλεντίνη όπως ήταν το όνομά της, βρέθηκε στη νέα αυτή πατρίδα για να βοηθήσει την οικογένειά της.  Είχε τελειώσει  στο Πανεπιστήμιο προγραμματισμό και ήξερε πως θα εύρισκε σχετικά εύκολα δουλειά. Οι άνθρωποι στη χώρα της  ένοιωθαν πλέον ανασφαλείς και στενοχωρημένοι, δεν είχαν δουλειές, τα τρόφιμα λιγόστευαν, οι άντρες πολεμούσαν, οι γυναίκες και τα παιδιά  δεν είχαν τα απαραίτητα για τη ζωή τους, το ίδιο και η οικογένειά της θλιμμένης κοπέλας. 


All rights reserved©Aridaiaplace

 Η Βαλεντίνη πήγε στη ξένη χώρα για να επιβιώσει από τις μάχες και τον πόλεμο και να μπορέσει να βοηθήσει τους δικούς της να ζήσουν. Για να φτάσει σε αυτή τη χώρα περπάτησε αμέτρητα χιλιόμετρα, μπήκε σε πλοία τη νύχτα πρώτη φορά στη ζωή της, πείνασε, δίψασε  και τρόμαξε απίστευτα.

All rights reserved©Aridaiaplace

Στη νέα χώρα αρχικά αισθανόταν μοναξιά και ανασφάλεια μακριά από την οικογένειά της, έκλαιγε κάθε μέρα. 
Ένα μουντό πρωινό με ομίχλη είδε από τη βιτρίνα ενός φωτεινού καταστήματος να της χαμογελάει μια κυρία, μπήκε μέσα και αγόρασε καφέ, ήταν η κυρία Γκρέιτ, από εκείνο το πρωί και έπειτα, όταν ξεκινούσε για τη δουλειά της, σταματούσε στο μαγαζάκι και έπαιρνε καφέ, έπαιρνε και έδινε χαμόγελα και αγάπη. 

Ένοιωθε σαν να βρήκε συγγενείς σε αυτή την άγνωστη και ξένη πόλη. Ένοιωθε την κυρία Γκρέιτ κάτι σαν δεύτερη μητέρα της. Παρόλο που είχε ζήσει τόσο πόνο από μικρή, είχε μέσα της αγάπη και σεβασμό για όλους τους ανθρώπους και τα ζώα. Ακόμη και τα φυτά αγαπούσε και σεβόταν, είχε έναν βίκο σε μια γλάστρα στην κουζίνα της και του μιλούσε.


Την ημέρα των γενεθλίων της έξω από αυτό το μαγαζάκι βρήκε ένα απρόσμενο δώρο,  ένα μικρό γλυκό γατάκι. Το λάτρεψε με την πρώτη ματιά, τόσο μεγάλα γαλάζια ματάκια και ο ουρανός να καθρεπτίζεται μέσα τους. Το κόντεψε αλλά εκείνο νιαούρισε και έφυγε τρέχοντας. και αφού διαπίστωσε ότι είναι αδέσποτο αποφάσισε να το κρατήσει. 


Έτσι, πήρε το γατάκι μαζί της στο σπίτι.  Πόση χαρά είχε τώρα όταν επέστρεφε από τη δουλειά, που δεν ζούσε πια μόνη της. Φρόντιζε και έπαιζε με τη γατούλα της, που την ονόμασε Ελπίδα.  Η Βαλεντίνη συνέχισε να δουλεύει πολλές ώρες, όταν σχολούσε περνούσε από το μικρό μαγαζάκι που ένοιωθε πια σαν οικογένειά της.

 Η ένταση της δουλειάς και η στενοχώρια της για τον πόλεμο και την οικογένειά της καταλάγιαζε λίγο  όταν περνούσε από το μικρό καφέ και όταν πήγαινε σπίτι και έβλεπε την Ελπίδα να την περιμένει ανυπόμονη κοιτάζοντας την πόρτα, της προσέφερε γαλήνη, χαρά  και επιπλέον κάθε μέρα της έκανε και ένα ακροβατικό που την έκανε να γελάει με την καρδιά της.


Μια βροχερή μέρα πήρε τηλέφωνο στη μαμά της και ο τηλεφωνητής της είπε πως το τηλέφωνο δεν υπάρχει, πήρε σε όποιον συγγενή είχε στην πατρίδα και σε όλα τα τηλεφωνήματα απαντούσε η ίδια ψυχρή φωνή

 «Το τηλέφωνο δεν υπάρχει». 

Ανησύχησε πραγματικά, αλλά πήγε στη δουλειά, εκεί οι συνάδερφοί της την ρώτησαν τι έγινε με την οικογένειά της και αν επέζησε από το βομβαρδισμό.

«Το λένε οι Ειδήσεις από το πρωί, βομβάρδισαν την πόλη σου».

«Τι ακούσατε;»

 Έφυγε τρέχοντας από τη δουλειά, πήγε στο καφέ που τώρα αισθανόταν οικογένεια, τους τα διηγήθηκε όλα.

«Βαλεντίνη, πρέπει να πας στην Πρεσβεία».

«Εκεί θα μου πουν;»

«Ναι, είναι υποχρεωμένοι να σε πληροφορήσουν».

«Θα σε συνοδεύσει ο Noah».

«Ναι, Βαλεντίνη θα πάμε μαζί».

Μπήκαν στο αυτοκίνητο του Noah και ξεκίνησαν για την πρεσβεία. Η Βαλεντίνη δε σταμάτησε να κλαίει. 

All rights reserved©Aridaiaplace

Από μακριά κατάλαβαν ότι κάτι αληθινά σοβαρό είχε γίνει, αφού μιλιούνια από κόσμο ήταν μαζεμένα έξω από την πρεσβεία. Ο κήπος του  νεοκλασικού κτιρίου της πρεσβείας ήταν γεμάτος από ανθρώπους που αγωνιούσαν για τους συγγενείς τους. Εκεί περίμεναν με τον
Noah μέχρι το βράδυ, όταν πια βγήκε ο Πρέσβης και έκανε ανακοινώσεις.

«Βομβαρδίστηκε η πόλη Τεμέμπ και ισοπεδώθηκε έχουμε πολλά θύματα».

«Είμαστε σε επικοινωνία και για οτιδήποτε νεότερο θα σας ενημερώνουμε».

Τότε έβγαλε ένα χαρτί και άρχισε να διαβάζει ονόματα.

Τα ονόματα ανήκαν σε επιζώντες. Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να ακούσει ονόματα δικών της, μάταια όμως.

«Αύριο τα νεότερα, κουράγιο στις οικογένειες» 

είπε ο Πρέσβης και μπήκε μέσα.

«Θα έρθεις στο σπίτι μας μαζί μου» της είπε ο Noah και την πήρε σπίτι.

Στο σπίτι η οικογένεια δεν ήξερε τι να της κάνει για να ανακουφίσει τον πόνο της. Εκείνη δε σταμάτησε να κλαίει όλη τη νύχτα. Πρωί πρωί έβαλε τις μπότες της και άνοιξε την πόρτα για να φύγει, όμως την άκουσε η μητέρα του Noah και της είπε:

«Βαλεντίνη μη φεύγεις ακόμη αξημέρωτα, αποκλείεται να γίνουν τώρα ανακοινώσεις».

«Κυρία Γκρέιτ σας αναστάτωσα, θα πάω στην Πρεσβεία μήπως έχουν κάτι να ανακοινώσουν  νεότερα».

«Καθόλου δε μας αναστάτωσες, γι’ αυτό είμαστε άνθρωποι για να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, θα σε πάει ο Noah ».

Η Βαλεντίνη έτρεξε με κλάματα στην αγκαλιά της κυρίας Γκρέιτ.

Πάλι πήγε με τον Noah στην αυλή της Πρεσβείας να περιμένει να μάθει κάτι για τους γονείς της. Είδε εκεί στη μαρμάρινη σκάλα να στέκονται στενοχωρημένοι μακρινοί συγγενείς, τους αγκάλιασε, τους φίλησε και αντάλλαξαν τηλέφωνα. Πάλι βγήκε ο Πρέσβης, πάλι δεν άκουσε τα ονόματα των δικών της, πάλι θρήνος για τη Βαλεντίνη.

Πήγε στο σπίτι της, φώναξε, έκλαψε, αλλά δεν άντεξε πάλι έφυγε από το σπίτι, πήρε τους δρόμους. Σαν να μην έφταναν όλα τα βάσανά της έχασε και τη γατούλα της την Ελπίδα. Ήταν τόση η στενοχώρια της που δεν άντεχε άλλο. 

Δεν κατάλαβε πάλι πως βρέθηκε στην είσοδο του οικογενειακού καφέ, εκεί βρήκε και την Ελπίδα. Αυτή τη φορά την κράτησαν εκεί, δεν την άφησαν να πάει μόνη στο σπίτι της. Έκλαψαν μαζί της,  φρόντισαν αυτήν και τη γάτα της και πραγματικά την έκαναν να νοιώσει πως έχει ανθρώπους δικούς της να τη νοιάζονται και εκεί στην ξένη χώρα.

Την άλλη μέρα στην Πρεσβεία είχαν αρχίσει να έρχονται πρόσφυγες από τη χώρα της και τότε έμαθε τα ευχάριστα. 

Οι γονείς και η αδερφή της επέζησαν και θα έρθουν τις επόμενες μέρες. Πόση χαρά πήρε, δεν ήξερε τι να κάνει, πήγε στο σπίτι το ετοίμασε για να τους υποδεχθεί και ευχαρίστησε την οικογένεια Γκρέιτ που της στάθηκε τόσο ανιδιοτελή σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές.

Τις επόμενες μέρες ήρθαν οι γονείς και η αδερφούλα της καταβεβλημένοι και ταλαιπωρημένοι, όμως είχαν επιβιώσει και είχαν μια κόρη να τους περιμένει στην ξένη χώρα και έτσι έγιναν χαρούμενοι.

 Η Βαλεντίνη κάλεσε και την οικογένεια Γκρέιτ στο Κυριακάτικο τραπέζι για να τους γνωρίσει στους γονείς της και να τους δείξει την ευγνωμοσύνη της.

 

All rights reserved©Aridaiaplace

Όλοι μαζί πέρασαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 








Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Μύθος του Αισώπου: Το Κουνούπι και η τίγρης

Ένας μύθος του Αισώπου για την αξία της ταπεινότητας  

    All rights reserved©Aridaiaplace

(Η εικόνα έγινε με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα πυκνό και καταπράσινο δάσος ζούσαν αρμονικά όλων των ειδών τα ζώα. Τα περισσότερα από αυτά είχαν ως πρότυπο δύναμης και ομορφιάς μια τίγρη. Τη θαύμαζαν πολύ και στις παρέες τους  μιλούσαν συχνά γι’ αυτό επαινώντας την.

(Η εικόνα έγινε με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

 Ένα κουνούπι ζήλεψε τη φήμη της τίγρης και σκέφτηκε πως μπορεί να τη νικήσει και να πάρει εκείνο όλη τη δόξα και τη φήμη της. Την άλλη κιόλας μέρα πήγε στη τίγρη με ύβρη και αλαζονεία και της ζήτησε να μονομαχήσουν.  

«Δε σε φοβάμαι, ούτε είσαι δυνατότερός μου» του είπε.

«Τι λες κουνούπι, έλα στην πραγματικότητα. Έχω γερά πόδια, κοφτερά δόντια και μυτερά νύχια» είπε η τίγρη δείχνοντας φανερά πλέον την ενόχλησή της με το θράσος του κουνουπιού.

«Σιγά, όλοι έχουν δόντια που μπορούν να δαγκώσουν και νύχια που μπορούν να σχίσουν. Εγώ είμαι πολύ πιο δυνατός από σένα , αν δε το πιστεύεις έλα να πολεμήσουμε» συνέχισε το κουνούπι. 

(Η εικόνα έγινε με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Η τίγρη τότε, κοιτώντας γύρω της  που είχε μαζευτεί πλήθος ζώων και πιστεύοντας ότι πολύ εύκολα θα νικήσει το κουνούπι, δέχτηκε την πρόκληση.

Το κουνούπι ενθουσιασμένο, σάλπισε την έναρξη του αγώνα με τη μουσούδα του. Πλησίασε αιφνιδιαστικά, άρχισε να βάζει όλη του την ενέργεια και να τσιμπάει τη τίγρη στη μύτη και γύρω από αυτήν. Κεντούσε, αποσυρόταν, ζουζούνιζε και όλα αυτά με όλη του την ένταση και γρηγοράδα. 

Η τίγρη σαστισμένη από τα τσιμπήματα και την ταχύτητα προσπαθούσε να το χτυπήσει, αλλά έδερνε  τον εαυτό της. Έχοντας φαγούρα από τα τσιμπήματα, προσπαθούσε να ξυθεί, αλλά με τα μεγάλα και κοφτερά νύχια της γρατζουνούσε το πρόσωπό της. Για αρκετή ώρα, συνέβαινε το ίδιο και η τίγρη τραυματιζόταν όλο και περισσότερο, ώσπου δεν άντεξε άλλο τα τσιμπήματα και τα αυτοχτυπήματα και είπε:

 «Νίκησες, παραδίνομαι».

«Ποιος είναι ο νικητής;»

«Εσύ είσαι ο νικητής»

«Ποιος είναι πιο δυνατός;»

«Εσύ είσαι ο πιο δυνατός».

(Η εικόνα έγινε με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Τότε, το κουνούπι σάλπισε πάλι με τη μουσούδα του τη λήξη της αναμέτρησης. Ήταν ενθουσιασμένο, αισθανόταν άτρωτο, νόμιζε πως ήταν πια ο βασιλιάς του δάσους. 

(Η εικόνα έγινε με τη χρήση ΑΙ ύστερα από λεπτομερή περιγραφή)

Βούιζε και στριφογύριζε γύρω από τον εαυτό του, δεν πρόσεχε τίποτα. Έτσι μπλέχτηκε στα δίχτυα μιας αράχνης και το έκανε μια χαψιά.

Το πλήθος των ζώων έμεινε σαστισμένο να κοιτάζει πόσο εύκολα αν δε προσέχει κανείς και είναι αλαζόνας ο θρίαμβος γίνεται τραγωδία.

Ηθικά διδάγματα του μύθου

Η ταπεινοφροσύνη και η σοφία μπορούν να κάνουν τα όντα ισορροπημένα στη ζωή.

Ο μύθος προειδοποιεί για τους κινδύνους της αλαζονείας.

 Ακόμη, ο εγωισμός μπορεί να τυφλώσει και ο πιο δυνατός μπορεί να ηττηθεί από τον πιο αδύναμο.

        Η υπερβολική αυτοπεποίθηση και η υποτίμηση του αντιπάλου οδηγούν σε άδοξες ήττες.

  Η νίκη μεν φέρνει χαρά, αλλά η αλαζονεία που ακολουθεί μπορεί να οδηγήσει σε τραγωδία.

All rights reserved©Aridaiaplace 

Βιβλιογραφία

 Émile Chambry επιμ. (1927). Esope- Fables. Paris: Les Belles Lettres.

 





Δημοφιλείς αναρτήσεις

Ευχαριστούμε για την επίσκεψη ❤️

Ευχαριστούμε για το χρόνο που αφιερώσατε να αφήσετε ένα μήνυμα! Μας αρέσει να διαβάζουμε τα σχόλιά σας. Θα προσπαθούμε πάντα να ανταποδίδουμε την επίσκεψή σας. Όλες οι εικόνες καθώς και οι αφηγήσεις έχουν πνευματικά δικαιώματα που ανήκουν στον δημιουργό και προστατεύονται από διεθνείς και εθνικούς νόμους. Αν αναγνωρίσετε τον εαυτό σας σε κάποια φωτογραφία και δε θέλετε παρακαλούμε ενημερώστε μας να την κατεβάσουμε. Για οτιδήποτε θέλετε να αναπαραγάγετε μπορείτε να επικοινωνήσετε.

Χώρες

Flag Counter